Η Βρετανία, θεωρώντας τις δεκατρείς Πολιτείες (States) της Βόρειας Αμερικής ως αποικίες του Βρετανικού Στέμματος, εννοούσε να συμπεριφέρεται σε αυτές όπως έκανε σε όλες τις υπόλοιπες αποικίες της: επέβαλε δικούς της Κυβερνητικούς υπαλλήλους, διαφορετική φορολογία από αυτή που ίσχυε στη Βρετανία, περιοριστικούς όρους στο εμπόριο, στην ελευθερία της έκφρασης, στην πολιτική δραστηριότητα κτλ. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Γ΄ είχε, μάλιστα, θεσπίσει τους "πέντε αφόρητους Νόμους" στις αποικίες της Αμερικής (1774). Αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό από τους "αποίκους", οι οποίοι αισθάνονταν καταπιεσμένοι. Σε πολλούς Αμερικανούς αποίκους είχε αρχίσει να δημιουργείται και να ωριμάζει η ιδέα της ανεξαρτητοποίησης.
Η πρώτη πραγματικά αποφασιστική κίνηση έγινε στις 7 Ιουνίου του 1776 στη Φιλαδέλφεια. Εκεί, ενώπιον του Κογκρέσσου, διαβάστηκε ένα ψήφισμα από τον Ρίτσαρντ Χένρι Λη (Richard Henry Lee), αντιπρόσωπο της πολιτείας της Βιρτζίνια, το οποίο, σε γενικές γραμμές, διακήρυττε την αποφασιστικότητα των "δεκατριών ηνωμένων αποικιών" να αποκτήσουν αυτοτέλεια απαλλασσόμενες εξ ολοκλήρου, όπως θα έπρεπε να ισχύει, από την υποταγή στη Μεγάλη Βρετανία.[1]
Το ψήφισμα αυτό δεν προέκυψε αιφνίδια. Ήδη, μετά την επιβολή των "πέντε αφόρητων Νόμων" και την απόρριψη των αιτημάτων της Επιτροπής που είχε συσταθεί για την ελάφρυνσή τους από τον Γεώργιο Γ΄ (1775), είχε αρχίσει μια κίνηση ανεξαρτητοποίησης από τις ηνωμένες αποικίες: δημιουργήθηκε μια μορφή τακτικού στρατού, ενώ εμφανίστηκαν τα πρώτα ανεξάρτητα "αποικιακά" ταχυδρομικά γραφεία. Το ψήφισμα του Λη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την έκφραση της θέλησης των περισσότερων αποίκων για την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των Αποικιών. Παράλληλα, μαθεύτηκε στις Αμερικανικές αποικίες ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος, μη έχοντας αρκετό στρατό, διαπραγματευόταν την αγορά μισθοφόρων από τη Γερμανία, ώστε να ενισχύσει τον Αγγλικό στρατό. Αυτό πράγματι έγινε αργότερα - παραχωρήθηκαν 30.000 μισθοφόροι από την Έσση στο Αγγλικό Στέμμα προς 7 λίρες έκαστος. Οι μισθοφόροι στάλθηκαν στις αποικίες, αλλά οι περισσότεροι από τους μισούς το έσκασαν πριν καν εμπλακούν σε επιχειρήσεις.
Παράλληλα, ο Τόμας Πέιν (Thomas Paine) εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1776 το βιβλίο του "Κοινός Νους" (Common Sense), ένα κείμενο στο οποίο απαριθμούσε τους λόγους και τις αιτίες για τους οποίους οι αποικίες όφειλαν να γίνουν ανεξάρτητο κράτος. Το βιβλίο αυτό πουλήθηκε κατά χιλιάδες και έθεσε τις βάσεις για να συνειδητοποιήσουν όλοι οι "άποικοι" την αναγκαιότητα ανεξαρτητοποίησης.
Μετά την ανάγνωση του ψηφίσματος του Λη στο Κογκρέσο, δημιουργείται από αυτό στις 11 Ιουνίου μια Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Τόμας Τζέφερσον, Τζων Άνταμς (John Adams), Βενιαμίν Φραγκλίνο, Ρότζερ Σέρμαν και Ρόμπερτ Λίβιγκστον για να επεξεργαστεί ένα σχέδιο διακήρυξης της Ανεξαρτησίας. Ο Τζέφερσον, κατά προτροπή της Επιτροπής, αποσύρεται σε ένα σπίτι στις παρυφές της Φιλαδέλφειας και αρχίζει να συντάσσει την πρώτη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας (12 έως 27 Ιουνίου). Στις 28 Ιουνίου το προσχέδιο της Διακήρυξης διαβάζεται στο Κογκρέσο, όπου μετά από συζητήσεις και αντεγκλήσεις υφίσταται αρκετές τροποποιήσεις. Στις 4 Ιουλίου 1776 το τελικό σχέδιο της Διακήρυξης εγκρίνεται από το Κογκρέσο. Ο Τζων Χάνκοκ, Πρόεδρος του Κογκρέσου, δίνει στις 5 Ιουλίου του 1776 εντολή στον τυπογράφο Ντάνλαπ να τυπώσει το κείμενο.
Στις 19 Ιουλίου το Κογκρέσο διατάσσει την επισημοποίηση του εγγράφου της Διακήρυξης. Το επισημοποιημένο έγγραφο τυπώνεται στις 18 Ιανουαρίου 1777 στη Βοστώνη και διανέμεται σε όλες τις Πολιτείες. [2]