Οι Ramones (Ραμόουνς και, κάποτε, Ραμόνες στην Ελλάδα, όπως και στην Λατινική Αμερική) ήταν ένα αμερικανικό πάνκ συγκρότημα που δημιουργήθηκε στο Κουήνς (Queens) της Νέας Υόρκης το 1974. Μετά από κάποιες δοκιμές, το συγκρότημα κατέληξε με μέλη τους Joey (Τζόι), Johnny (Τζώννυ), Dee Dee (Ντι Ντι) και Tommy (Τόμμυ) και αυτά είναι τα τέσσερα ονόματα που εμφανίζονται στην πρώτη μορφή του σήματος του συγκροτήματος. Επίσης, αρχικά ο Dee Dee και κατόπιν όλοι τους υιοθέτησαν, όπως και μεταγενέστερα μέλη του συγκροτήματος, το ψευδώνυμο Ramone ως επίθετο, παρόλο που δεν είχαν καμία συγγένεια μεταξύ τους. Εκ παραλλήλου, ο Tommy εμφανιζόταν και με το πραγματικό του επίθετο (Erdelyi) ως παραγωγός κάποιων από τους δίσκους του συγκροτήματος. Το επίθετο Ramone ήταν εμπνευσμένο από το "Paul Ramon", το ψευδώνυμο που ο Πωλ ΜακΚάρτνεϋ χρησιμοποιούσε στα χρόνια των Silver Beatles και περιστασιακώς αργότερα. Η τελευταία συναυλία του συγκροτήματος, από τις συνολικά 2263, δόθηκε στο Palace του Χόλιγουντ στην Καλιφόρνια στις 6 Αυγούστου 1996. Τρία από τα αρχικά μέλη του συγκροτήματος απεβίωσαν από διάφορες μορφές καρκίνου, ο Joey το 2001, ο Johnny το 2004 και ο Tommy το 2014. Από καρκίνο απεβίωσε, το 2013, και ο καλούμενος πέμπτος Ramone, o, υπεύθυνος και για το σήμα του συγκροτήματος, Arturo Vega. Επίσης, το 2002 ο Dee Dee, ο οποίος είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα το 1989 αλλά συνέχισε να τους τροφοδοτεί με τραγούδια του, πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Ramones |
---|
|
Πληροφορίες |
---|
Προέλευση | Νέα Υόρκη, ΗΠΑ |
---|
Μουσικά είδη | Πανκ ροκ |
---|
Παρουσία | 1974 - 1996 |
---|
Δισκογραφική εταιρεία | Sire, Philips, Beggars Banquet, Radioactive, Chrysalis |
---|
|
---|
Μέλη | Dee Dee Ramone, μπάσο & φωνητικά Johnny Ramone, κιθάρα Joey Ramone, φωνητικά Tommy Ramone, ντραμς Marky Ramone, ντράμς Richie Ramone, ντράμς Elvis Ramone (Clem Burke), ντράμς C. J. Ramone, μπάσο & φωνητικά |
---|
Ιστότοπος |
---|
www.ramones.com |
wikidata (π) |
Σε μία πρώιμη μορφή του συγκροτήματος (αρχές 1974) ο Τζόι έπαιζε ντραμς, ενώ ο Ντι Ντι τραγουδούσε και έπαιζε, όπως και ο Τζώννυ, κιθάρα ενώ με το μπάσο πειραματιζόταν, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ο φίλος τους Richie Stern (: πέθανε το 2015) που σύντομα αποχώρησε. Στην συνέχεια ο Ντι Ντι πέρασε στο μπάσο ενώ ο Τζόι ανέλαβε, εκτός από τα ντραμς, και τα φωνητικά. Τέλος, ως τον Μάρτιο του 1974 ολοκληρώνεται η πρώτη λειτουργική μορφή του συγκροτήματος με τον Τόμμυ, που έως τότε ήταν ο μάνατζερ του συγκροτήματος, να αναλαμβάνει τα ντραμς και τον Τζόι να αναλαμβάνει τον ρόλο του βασικού τραγουδιστή του συγκροτήματος. Ο Joey είχε προϋπάρξει (1972-1974) τραγουδιστής, ως Jeff Starship, στους Sniper, ένα αδύναμο νεοϋορκέζικο συγκρότημα τύπου NY Dolls.
Μετά τους θεμελιώδεις τρεις πρώτους δίσκους (1976, 1977, 1977) ακολούθησαν αλλαγές στην σύνθεση του συγκροτήματος. Στα ντραμς τον Τόμμυ διαδέχθηκαν ο Μάρκυ (Mark S. Bell, ντράμμερ κατά τις περιόδους: 1978-1983 και 1987-1996), ο Ρίτσι (Richard Reinhardt, ντράμμερ κατά την περίοδο 1983-1987) και, για μόλις δύο συναυλίες, ο Έλβις Ραμόουν (28 & 29/8/1987), δηλαδή o Clem Burke (< Clement A. Bozewski) των Blondie. Στο μπάσο τον Ντι Ντι διαδέχθηκε ο Σι-Τζέι ( C.J. Ward, μπασίστας κατά την περίοδο1989 -1996). Εκτός από τον Τζόι, φωνητικά συνεισέφεραν περιστασιακώς οι Ντι Ντι (υπεύθυνος για το 'Wart Hog', κάποιες στροφές άλλων τραγουδιών και για το εισαγωγικό 1-2-3-4 διαφόρων γρήγορων τραγουδιών), Ρίτσι (στο '(You) Can't Say Anything Nice'), Σι-Τζέι (πχ στο 'Strength to Endure'), η Ντέμπι Χάρρυ (τραγούδησε, μαζί με τον Joey, το 'Go Lil' Camaro Go') και άλλοι.
Ο πρώτος τους δίσκος (Ramones) κυκλοφόρησε στις 23 Απριλίου του 1976, περιείχε 14 τραγούδια και είχε διάρκεια 29 λεπτά και 4 δευτερόλεπτα. Το σχήμα ‘14 τραγούδια σε λίγο κάτω από 30 λεπτά’ ακολουθείται και στον επόμενο δίσκο (Leave Home, 1977). Με παρόμοια διάρκεια αλλά με 12 τραγούδια είναι και ο δίσκος Halfway to Sanity (1987).
Στις 18 Μαρτίου του 2002, οι Ramones συμπεριελήφθησαν στο Rock N Roll Hall Of Fame. To 2011 απέσπασαν το Grammy Lifetime Achievment Award για την συνολική τους προσφορά στον χώρο της μουσικής.
Η αρχική τετράδα των μελών ζούσε στην γειτονιά Forest Hills στο Κουήνς της Νέας Υόρκης. Ο μικρότερος αδελφός του Joey (Jeffrey Hyman), ο Mickey Leigh (Mitchel Lee Hyman), έκανε παρέα με τον John Cummings, δηλαδή τον μελλοντικό Johnny Ramone.
Ο Johnny (John Cummings) και ο Tommy (Thomas Erdelyi) είχαν παλαιότερα συνεργαστεί ως κιθαρίστες σε ένα γκαράζ συγκρότημα, τους Tangerine Puppets. Επίσης, ο Johnny έκανε παρέα με τον Dee Dee (Douglas Colvin). Οι δύο τελευταίοι αποφάσισαν να προχωρήσουν στην δημιουργία ενός συγκροτήματος, ενώ ο Mickey έφερε σε επαφή τον αδελφό του με τον Johnny. Ο Joey ξεκίνησε ως ντράμερ του νέου συγκροτήματος, ενώ ο Tommy ανέλαβε καθήκοντα μάνατζερ, έχοντας ήδη εμπειρία από την ζωή στο στούντιο, αφού είχε δουλέψει παλαιότερα ως βοηθός μηχανικός ήχου στο Band of Gypsys (1970/1) του Τζίμι Χέντριξ. Μετά από κάποιες αλλαγές οι Johnny, Joey, Dee Dee και Tommy απετέλεσαν τα μέλη του νέου συγκροτήματος.
Σύντομα οι τέσσερις Ramones μετακόμισαν στο διαμέρισμα του Arturo Vega, ενός φίλου τους μεξικανοαμερικανού καλλιτέχνη που είχε γνωρίσει πρώτος ο Dee Dee γύρω στα τέλη του 1973 και έμελλε να γίνει ο υπεύθυνος για το σήμα τους, ο τεχνικός φωτισμού των συναυλιών τους αλλά και να λειτουργήσει διαχρονικά ως ένα είδος καλλιτεχνικού συμβούλου. Στο διαμέρισμα του Vega οι Ramones συνέχισαν να γράφουν τραγούδια και να εξασκούνται και βελτιώνονται ως μουσικοί αλλά και να δένονται ως συγκρότημα.
Η πρώτη τους δημόσια εμφάνιση έγινε στο Performance Studio στις 30 Μαρτίου του 1974, ενώ στις 16 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς άνοιξαν για τους Angel and the Snake (το συγκρότημα που θα εξελιχθεί στους Blondie), στο κλαμπ CBGB['s], το οποίο λειτούργησε ως εφαλτήριο, μαζί με το Max's Kansas City, για τα καινούργια συγκροτήματα της Νέας Υόρκης.Οι Ramones προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του Legs McNeil, μελλοντικού συνιδρυτή (: στα τέλη του 1975) του νεοϋορκέζικου περιοδικού Punk, ο οποίος αργότερα περιέγραψε την αρχική του εντύπωση ως 'wall of noise', κάπως στην λογική του Wall of Sound του Spector. Kαθοδόν ενδιαφέρθηκαν για το συγκρότημα αρκετοί άλλοι, όπως η Linda Robinson του περιοδικού Hit Parader, o Danny Fields (πρώην μάνατζερ των Stooges που επίσης είχε εμπειρία με τους MC5, τους Velvet Underground, τους Modern Lovers κ.ά.), ο Craig Leon της Sire Records και η Linda Stein. Ο Craig Leon και η Linda Stein έφεραν σε επαφή τους Ramones με τον Seymour Stein (ιδιοκτήτης της Sire Records και σύζυγος της Λίντας), με αποτέλεσμα την υπογραφή συμβολαίου στα τέλη του 1975. Αργότερα, η Linda Stein μαζί με τον Danny Fields θα αποτελέσουν τους μάναντζερ του συγκροτήματος.
Οι Ramones με τα μακριά μαλλιά, τα δερμάτινα μπουφάν, τα τι-σερτ, τα σκισμένα τζην παντελόνια και τα αθλητικά παπούτσια ήταν ένα πάνκ συγκρότημα (και μάλιστα το πρώτο συστηματικό του σχετικού κινήματος της δεκαετίας του 1970) αλλά με στολή και στρατιωτικού τύπου πειθαρχία, την οποία επέβαλε ο ρεπουμπλικάνος Τζώννυ. Οι στίχοι τους, κυρίως των Τζόϊ και Ντι Ντι, δεν είχαν σχέση με την αμφισβήτηση και τις αριστερές ή αναρχικές ιδέες που συχνά χαρακτηρίζουν τους στίχους άλλων πανκ συγκροτημάτων. Η όποια προβαλλόμενη αταξία είναι μάλλον αυτή του ‘άτακτου’, με στοιχεία περιθωριακότητας, και όχι εκείνη του αναρχικού κήρυκα. Στους στίχους τους εντοπίζονται απέριττες και συχνά εσωστρεφείς περιγραφές καταστάσεων, ψευδοανόητοι αστεϊσμοί αλλά και σκοτεινές πλευρές, όπως οι, σαφείς στον πρώτο τους δίσκο, αναφορές σε ναζισμό (παρά την εβραϊκή καταγωγή των Τζόι και Τόμμυ και ίσως λόγω υιοθετήσεως σχετικών προκλήσεων των Stooges, ιδίως του Ron Asheton), βία (πχ Beat on the brat), ανδρική πορνεία (53rd and 3rd) κ.ά. Τα τραγούδια τους, άλλοτε με καταιγιστικό ήχο και άλλοτε αργά, χαρακτηρίζονταν από απλές μελωδίες και στοιχεία τύπων ποπ μουσικής της δεκαετίας του '60 (σερφ, ήχος Σπέκτορ, bubblegum, γκαράζ, τουίστ κλπ). Αλλά η 'συνταγή' του ήχου-τους δεν ήταν απλή και αυτό έγινε φανερό από την αστοχία του δίσκου τους End of the Century (1980) με παραγωγό τον Φιλ Σπέκτορ, τον θεωρητικά ιδανικό παραγωγό της δεκαετίας του '60.
Κανένα από τα αρχικά 4 μέλη, ή και τα επόμενα, δεν είχε δεξιότητες εμφανώς επαρκείς για κάτι ταυτοχρόνως αυτοτελές και σημαντικό στο χώρο της ροκ ή ποπ μουσικής. Ήταν η κάποια συμπληρωματικότητα, η αλληλεπίδραση και, τελικώς, η συνοχή, μουσική αλλά και σκηνική, τα χαρακτηριστικά που η αρχική τετράδα πέτυχε μετά από ιδιαίτερη προσπάθεια και στήριξε το καινοφανές και σημαντικό αποτέλεσμα, το οποίο ορίστηκε με τους 3 πρώτους δίσκους (1976, 1977, 1977) αλλά και τις σκηνικές εμφανίσεις έως τις αρχές του 1984. Το συγκρότημα κατόρθωσε να αναπτύξει μία, πρωτότυπη ως προς κάποιες λεπτομέρειες (εδώ το παίξιμο κιθάρας και ντραμς και οι στίχοι), μορφή απέριττου ροκ εντ ρολλ αλλά απέτυχε, και δεν φαίνεται να είχε την δυνατότητα, να εμπλουτίσει με ουσιαστικό τρόπο στην συνέχεια το βασικό επίτευγμά του. Μάλιστα, παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπισαν και κάποιοι από τους πρωτοπόρους του ροκ εντ ρόλλ της δεκαετίας του '50, όπως πχ ο Little Richard, μετά το 1960.
Το συγκρότημα σε πλήρη ισχύ δίνει μία συναυλία στις 31/12/1977 στο Λονδίνο (με την ηχογράφηση της συναυλίας να αντιστοιχεί στο άλμπουμ It’s Alive που κυκλοφόρησε το 1979) ενώ η συνέχεια, παρά κάποιες αναλαμπές, είναι γενικά κατηφορική. Μετά το τρίτο άλμπουμ οι εμπορικές αναζητήσεις των Ramones είναι συχνές αλλά αναποτελεσματικές και η δισκογραφία τους κυρίως συνεισέφερε μερικά ακόμη χαρακτηριστικά τραγούδια, όπως τα: I wanna be sedated (1978), Rock ‘n’ Roll High School (1979), The KKK took my baby away (1981), Bonzo goes to Bitburg (1985), Somebody put something in my drink (1986), Pet sematary (1989), S.L.U.G. (1977/1991) και Poison heart (1992). Ο δίσκος Acid Eaters (1993) ήταν μία άχρωμη απότιση φόρου τιμής σε κάποια συγκροτήματα της δεκαετίας του 1960, ενώ αρκετά αξιόλογος ήταν ο αποχαιρετιστήριος δίσκος ¡Adios Amigos! (κυκλοφορία: 18/7/1995). Το συγκρότημα διαλύθηκε το 1996. Σε αντίθεση με τα μπλουζάκια τους, οι Ραμόνες ποτέ δεν γνώρισαν ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία.
Αν και το συγκρότημα επιβίωσε για 22 χρόνια (1974-1996), το σκάφος εγκαταλείφθηκε για πρώτη φορά αρκετά νωρίς. Τον Μάιο του 1978 ο Τόμμυ, εν μέρει (έως κυρίως) λόγω κοπώσεως, άφησε τα ντραμς, αν και θα συμμετάσχει στην συνέχεια στην παραγωγή του 4ου άλμπουμ (1978), όπως και στην παραγωγή του Too tough to Die (1984). Σε διαπίστωση αδιέξοδου πρέπει να αποδοθούν η αποχώρηση του Ντι Ντι το 1989 και κάποιες από τις επιλογές του που ακολουθούν, όπως η, συχνά αλλά αδίκως χλευαζόμενη, αρχική μετάπτωση του σε ράππερ και η σύντομη συνεργασία του με τον ακραίο G.G. Allin.
Αν και αυτό που έκαναν οι Ραμόνες (κυρίως στους τρεις πρώτους δίσκους τους) φαίνεται απλό, οι επιφανειακές μιμήσεις τους είναι συνήθως αδιάφορες, ενώ λίγες είναι οι περιπτώσεις σημαντικού αποτελέσματος με αρκετά προφανή σχέση με τον ήχο τους. Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονται το Teenage Kicks (1978) και κάποια άλλα τραγούδια του πρώτου δίσκου των Undertones, το I wanna go home (1981) των Holly and the Italians, ο δεύτερος δίσκος των Jesus and Mary Chain (Darklands, 1987), ή και ο πρώτος τους (Psychocandy, 1985) σε μία υποθετική καθαρότερη μορφή, και το Punk Rock Girls (1996) των Queers. Στην Ελλάδα ένα συγκρότημα με ήχο βασισμένο σε αυτόν των Ραμόνες είναι οι Gardelics, που είχαν ηχογραφήσει τον δίσκο Happy Home το 1997, ενώ αφιερωμένο στους Ραμόνες είναι το τραγούδι ‘Τρία Ακόρντα Φτάνουν’ (2016) των Panx Romana.
Πάντως, οι Ραμόνες επηρέασαν γενικότερα το πανκ, και διάδοχα είδη, της Μεγάλης Βρετανίας (ιδίως από μία συναυλία της 4ης Ιουλίου του 1976, στο Roundhouse του Λονδίνου, και μετά), των ΗΠΑ και άλλων χωρών, συμβάλλοντας με την ταχύτητα, την έλλειψη σόλο και εν μέρει με την φωνή, την στιχουργία και την εμφάνιση (πχ σκισμένα παντελόνια, τι-σετ, δερμάτινα μπουφάν (κάποτε με στρατιωτικά διακριτικά, κάτι που υιοθέτησε πχ ο Simonon των Clash), χαμηλά αθλητικά παπούτσια), με εξαίρεση τα μακριά μαλλιά (ενώ το σύνηθες, τύπου Johnny Rotten, σχετικό πανκ πρότυπο οφείλεται στον Richard Hell και, απώτερα, στον Αρθούρο Ρεμπώ)