(Translated by https://www.hiragana.jp/)
ευσεβής - Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εいぷしろんὐσεβής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたής ηいーた εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたής τたうοおみくろん εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたές
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたούς* της εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたούς τたうοおみくろんυうぷしろん εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたούς
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたή τたうηいーたνにゅー εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたή τたうοおみくろん εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたές
     κλητική εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたή(ς) εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたής εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたείς οおみくろんιいおた εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたείς τたうαあるふぁ εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたή
      γενική τたうωおめがνにゅー εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたών τたうωおめがνにゅー εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたών τたうωおめがνにゅー εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたών
    αιτιατική τους εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたείς τις εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたείς τたうαあるふぁ εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたή
     κλητική εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたείς εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたείς εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろんβべーたή
* Κかっぱαあるふぁιいおた προφορικός τύπος σしぐまεいぷしろんσしぐまτたうηいーた γενική ενικού αρσενικού, ή κかっぱαあるふぁιいおた θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευσεβής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εいぷしろんὐσεβής [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ef.seˈvis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろんυうぷしろんσしぐまεいぷしろん‐βής

  Επίθετο

επεξεργασία

ευσεβής, -ής, -ές, συγκριτικός: ευσεβέστερος, υπερθετικός:  ευσεβέστατος

  • αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん τρέφει σεβασμό προς τたうαあるふぁ θεία, πぱいοおみくろんυうぷしろん ακολουθεί τις ηθικές επιταγές της θρησκείας τたうοおみくろんυうぷしろん, πぱいοおみくろんυうぷしろん εκπληρώνει τたうαあるふぁ θρησκευτικά καθήκοντά τたうοおみくろんυうぷしろん

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ευσεβής πόθος: ηいーた επιθυμία γがんまιいおたαあるふぁ κάτι καλό πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι απίθανο νにゅーαあるふぁ πραγματοποιηθεί

Συγγενικά

επεξεργασία

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τις λέξεις ασεβής, θεοσεβής κかっぱαあるふぁιいおた σεβασμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ευσεβής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας