Από μικρός έδειξε κλίση στην ιεροσύνη και προσελήφθη στην υπηρεσία τουΜητροπολίτου Σηλυβρίαςκαι μετέπειτα Μητροπολίτη Σερρών Μελετίου Θεοφιλίδη του Θεσσαλονικέως. Ο Γρηγόριος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές τουστην πόλη τωνΣερρώνκαι χειροτονήθηκε Διάκονος στονΙερό Ναό Αγίων Θεοδώρων Σερρών στις 26 Φεβρουαρίου 1862, από τον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο Μητροπολίτη Μελέτιο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές τουστηΡιζάρειο ΣχολήκαιστηΘεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. ΣτηνΑθήναο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλοςτον προχείρισε σε Αρχιδιάκονό του, εκτιμώντας την προσωπικότητα καιτα προσόντα του.
Το 1873 βρίσκεται στηΡαιδεστό ενώ το 1874 χρημάτισε πρωτοσύγκελλος του Μητροπολίτου Ηρακλείας Παναρέτου και ιεροκήρυκας, μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού, στις 24 Μαρτίου του έτους 1875. Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχίας, απεστάλη από το Πατριαρχείο στηνΑδριανούπολη ως έξαρχος. Μετά από τρίμηνη παραμονή εκεί, εξελέγη στις 12 Μαΐου του 1879, Μητροπολίτης Τραπεζούντος.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1884ο Γρηγόριος εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκηςκαιη ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 1885. Δυστυχώς, κατά την χρονική εκείνη περίοδο, βρισκόταν σε κορύφωση το λεγόμενο «κοινοτικό ζήτημα» της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την μετάθεση τουσε σύντομο διάστημα. Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, παραιτούμενος θέτει τον εαυτό τουστη διάθεση της Μεγάλης Εκκλησίας, οπότε και εκλέγεται Μητροπολίτης Ιωαννίνων στις 28 Σεπτεμβρίου του 1889.[1]
Στις 22 Μαῒου1902, οΟικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ προβίβασε τον Γρηγόριο στην ιστορική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού. ΣτηΡαιδεστό επέδειξε σημαντική δράση γιατην ανάπτυξη της παιδείας. Ακόμη προστάτευσε τον ελληνικό πληθυσμό από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ουαι. είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι από τη δράση των Βουλγάρων εξαρχικών. Από το 1903 έως το 1906 είχε ως βοηθό επίσκοπο τον Μικρασιάτη επίσκοπο Ναζιανζού Γερμανό Σακελλαρίδη (που μετέπειτα μαρτύρησε στους Φιλίππους ως Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως). Ο Γρηγόριος στις 7 Ιουλίουτου1920 υποδέχτηκε τον ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό.
Μετην Ανταλλαγή Πληθυσμών εγκαταστάθηκε, μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, στη μητροπολιτική Ελλάδα και συγκεκριμένα στηΘεσσαλονίκη.[2]
Εκοιμήθη στηΘεσσαλονίκητα μεσάνυχτα της Πέμπτης στις 23 Ιουλίουτου1925. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε στονΙερό Ναό της του Θεού Σοφίαςκαιη σορός τουμε πομπή κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας.[1].
Στις 20 Οκτωβρίου 1979, οΜητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β΄, πραγματοποίησε την ανακομιδή των λειψάνων του. Με ενέργειες του ιδίου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος καιτοΟικουμενικό Πατριαρχείο έγινε η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου Καλλίδου στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαΐου 2003. Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της αγιοκατάταξης, εκόμισε ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με πατριαρχική συνοδεία, ο οποίος προέστη καιστην ακολουθία –δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαΐου2003.[3]
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουλίου (ημέρα της κοιμήσεώς του) και στις 20 Οκτωβρίου (ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του).
Τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται σε αργυρή λάρνακα στονΙερό Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Μικρά αποτμήματα των λειψάνων του δωρήθηκαν από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στον Ναό της Ζίτσας Ιωαννίνων (τον οποίο ο άγιος, ως μητροπολίτης Ιωαννίνων, είχε εγκαινιάσει) καιστον Ιερό Ναό Αγίων Θεοδώρων Σερρών (όπου ο άγιος είχε χειροτονηθεί Διάκονος).