Αυτή είναι η τρέχουσα έκδοση της σελίδας Μελόδραμα, όπως διαμορφώθηκε από τονTtzavaras(συζήτηση | συνεισφορές) στις 12:39, 3 Ιουνίου 2022. Αυτό τοURL είναι ένας μόνιμος σύνδεσμος για αυτή την έκδοση της σελίδας.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|1|05|2024}}
Ως Μελόδραμα χαρακτηρίζεται ένα θεατρικό έργο (δράμα) που έχει μελοποιηθεί, δηλαδή η απόδοση μιας δράσης ή ενός γεγονότος που γίνεται μεενορχήστρωση της μουσικής φωνής (τραγουδιού) και ηθοποιΐας. Πρόκειται δηλαδή γιατο μουσικό θεατρικό είδος εκείνο πουστηγαλλικήκαιστηνιταλική γλώσσα αποδίδεται μετον όρο Όπερα. Κατ΄ επέκταση, μετον αυτό όρο χαρακτηρίζεται επίσης οθίασοςκαι όλη η οργάνωση της απόδοσής του, καθώς καιτοθέατροπου προορίζεται γι' αυτήν. Συνεπώς το μελόδραμα είναι η ελληνική απόδοση του διεθνούς όρου Όπερα.
Το είδος αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στηνΕλλάδατονΑπρίλιοτου1900, μετο έργο «Μποέμ» τουΠουτσίνι, από τονΔ. Λαυράγκα, έπειτα από προετοιμασίες 2 ετών. Σε αυτό το έργο, καθώς δεν υπήρχαν τότε Ελληνίδες υψίφωνοι, τις θέσεις κάλυψαν (επ' αμοιβή, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου εργάσθηκαν αφιλοκερδώς) δυο Ιταλίδες καλλιτέχνιδες. Ακολούθως ο Λαυράγκας παρουσίασε μια δική του δημιουργία («Οι Αδελφοί»). Άλλοι βασικοί συντελεστές του ελληνικού μελοδράματος ήταν οΛ. Σπινέλης (διευθυντής ορχήστρας) καιοΚ. Γεράκης, ο οποίος μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα τους «Μποέμ».