Βαθεία κατάψυξη[1][2] (αγγλ. Deep freeze) είναι η μέθοδος κατάψυξης αγαθών, κυρίως τροφίμων, όπου η περιοχή της θερμοκρασίας βρίσκεται κάτω από -18 βαθμούς κελσίου. Αυτή επιτυγχάνεται μόνο από ειδικής κατασκευής οικιακά και βιομηχανικά ψυγεία.
Ιστορικά, τέτοια κατεψυγμένα τρόφιμα άρχισαν να πωλούνται κατά τη δεκαετία του ’30, μετά την ανακάλυψη μιας μεθόδου ταχείας κατάψυξης. Από τότε, η εξέλιξη της τεχνικής και της τεχνολογίας παραγωγής και εφαρμογής του ψύχους ήταν ραγδαίες και εντυπωσιακές. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει κανόνες (Οδηγία 89/108/ΕΟΚ) που διέπουν τις διαδικασίες βαθείας κατάψυξης, συσκευασίας, επισήμανσης και επιθεώρησης των τροφίμων αυτών.
Tα τρόφιμα υπόκεινται στη διαδικασία «βαθείας κατάψυξης» κατά την οποία επιτρέπεται στο προϊόν να περάσει, το συντομότερο δυνατόν, τη ζώνη θερμοκρασίας μέγιστης κρυστάλλωσης, ενώ ακολούθως σε θερμοκρασία ίση ή χαμηλότερη από –18 °C.
H βαθεία κατάψυξη πρέπει να εκτελείται χωρίς καθυστέρηση, με τη βοήθεια του κατάλληλου τεχνικού εξοπλισμού, σε πρώτες ύλες υγιούς, ανόθευτης και εμπορεύσιμης ποιότητας. Δεδομένου ότι πληρούν τα ειδικά κριτήρια καθαρότητας, μόνο ο αέρας, το άζωτο και το διοξείδιο του άνθρακα επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κρυογόνα μέσα (δηλαδή σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες).
Tα τρόφιμα βαθείας κατάψυξης πρέπει να συσκευάζονται σε προσυσκευασίες που τα προστατεύουν από εξωτερικές επιμολύνσεις και από την απώλεια υγρασίας. Στην επισήμανση των τροφίμων βαθείας καταψύξης, θα πρέπει να περιλαμβάνονται η ονομασία πώλησης, η ένδειξη «βαθείας κατάψυξης» και ο προσδιορισμός της παρτίδας. Τελικοί καταναλωτές λ.χ. εστιατόρια, νοσοκομεία, κυλικεία, πρέπει να γνωρίζουν την ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας των αγαθών προς πώληση και κατανάλωση.
Αυτές οι μέθοδοι κατάψυξης πρέπει να γίνονται σωστά, διότι σε αρκετές περιπτώσεις εγκυμονούν κινδύνους για τη δημόσια υγεία.[3][4][5]