ΤοΒοντβίλ (γαλ.vaudeville) είναι θεατρικό είδος που γνώρισε μεγάλη δημοφιλία στις Ηνωμένες Πολιτείες ΑμερικήςκαιστονΚαναδά από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η ετυμολογία του όρου δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Θεωρείται πως προέρχεται από τη γαλλική έκφραση val-de-Vire (ή vau-de-Vire) που σημαίνει «πεδιάδα τουΒιρ» και αναφέρεται στονομώνυμο ποταμό της Νορμανδίας. Αυτός ήταν καιο τόπος γέννησης του ποιητή Ολιβιέ Μπασελένο οποίος συνέθετε λαϊκά τραγούδια που αποκαλούσε «τραγούδια τουβοντεΒιρ» (γαλ. chansons du vau-de-Vire). Στα τέλη του 17ου αιώνα, τέτοιου είδους μουσικές συνθέσεις, διανθισμένες με θεατρικά δρώμενα αποτελούσαν τα λεγόμενα βοντβίλ. Σύμφωνα μεμια διαφορετική ετυμολογία, ο όρος προέρχεται από την έκφραση «φωνές της πόλης» (γαλ. voix de ville) καικατ’ επέκταση οι ρίζες του βοντβίλ εντοπίζονται στοΠαρίσι.[1]
Τον 18ο αιώνα ο όρος δήλωνε ένα θεατρικό έργο το οποίο ξεφεύγοντας από τα παραδοσιακά πλαίσια πρότυπα, σατίριζε τα ήθη. Ο ίδιος οΜότσαρτ χαρακτήρισε βοντβίλ το μελόδραμά τουΑπαγωγή από το Σεράι, ενώ τον 19 αιώνα σήμαινε μια σπινθηροβόλα κωμωδία στην οποία διέπρευσε οΖωρζ Φεντώ.[2]
Στα τέλη του 19ου αιώνα εξελίχθηκε σε δημοφιλέστατο είδος του αμερικανικού λαϊκού θεάτρου, που συνδύαζε μουσική, χορό, ταχυδακτυλουργίες, ακροβατικά και θεατρικά σκετς, μικρή όμως συσχέτιση φαίνεται να είχε μετο γαλλικό είδος ως προς το περιεχόμενό του[3][4].