Μετην ονομασία Γενικό Κυβερνείο (γερμ. Generalgouvernement, πολων. Generalne Gubernatorstwo) αναφέρεται η περιοχή της Κεντρικής Πολωνίας, την οποία οιΝαζιστές κατέστησαν "ημιαυτόνομη", εγκαθιστώντας εκεί πολιτική και στρατιωτική Διοίκηση. Δεν αποτέλεσε κράτος - μαριονέτα, όπως ηΝορβηγίατουΒίντκουν Κουίσλιγκ. Αντίθετα, όλες οι αρχές του νέου "κράτους" επανδρώθηκαν από Γερμανούς πιστούς στονΕθνικοσοσιαλισμό.
ΗΓερμανία εισέβαλε στην Πολωνίατην 1η Σεπτεμβρίου 1939, τις δυνάμεις της οποίας κατέβαλε μέσα σε δεκαοκτώ ημέρες. Στις 18 Σεπτεμβρίου ηΣοβιετική Ένωση, σύμφωνα μετο μυστικό πρωτόκολλο τουΣυμφώνου Ρίμπεντροπ - Μολότωφ εισβάλλει από ανατολικά στην Πολωνία, η οποία, έτσι, διαμελίζεται σε τρία τμήματα: Το δυτικό, το οποίο προσαρτάται άμεσα στοΜείζον Ράιχμετην ονομασία "Wartherland" (Περιοχή της Βάρτα) αποτελώντας τοΓκάου της Βάρτα. Το ανατολικό προσαρτάται στη Σοβιετική Ένωση. Το κεντρικό παραμένει υπό γερμανική κατοχή, χωρίς να προσαρτηθεί στο Ράιχ. Εκεί, με Διάταγμα τουΧίτλερ, που εκδόθηκε στις 12 Οκτωβρίου1939,[1] δημιουργείται το Γενικό Κυβερνείο.[2]
Αρχικά αποτελέστηκε από τέσσερις πολωνικές επαρχίες: Βαρσοβίας, Ράντομ, Λούμπλιν και Κρακοβίας. Τον Αύγουστο του1941, με διάταγμα του Χίτλερ, προσαρτήθηκε καιη επαρχία της Γαλικίας, που αποσπάσθηκε από τη Σοβιετική Ένωση. Διοικητικό κέντρο ορίστηκε ηΚρακοβία.
Μετο ίδιο Διάταγμα σύστασης τοποθετήθηκε ως "Γενικός Κυβερνήτης" οΧανς Φρανκμε αναπληρωτή τονΆρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ. Σύμφωνα μετο Διάταγμα, όλες οι αρχές του Κυβερνείου υπάγονται στον Γενικό Κυβερνήτη, ο οποίος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον στον ίδιο τονΧίτλερ. Νομοθετική εξουσία έχουν, εκτός του Γενικού Κυβερνήτη, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας τουΡάιχκαιο επικεφαλής του "τετραετούς Σχεδίου", ενώ το κόστος λειτουργίας των διοικητικών υπηρεσιών επωμίζονται οι κατακτημένες περιοχές.
Το επίσημο διάταγμα της σύστασης του Γενικού Κυβερνείου (στα Πολωνικά). Υπογράφει ο Χανς Φρανκ
Στην πραγματικότητα, αυτό πουο Χίτλερ σχεδιάζει δεν είναι η ορθή και ενδελεχής διοίκηση μιας κατακτημένης χώρας. Το σχέδιό του έχει διπλό στόχο: Την εξολόθρευση των Εβραίων - πρώτα της Πολωνίας καιστη συνέχεια όλων των κατακτημένων - και προσαρτημένων - περιοχών καιτην άντληση εργατικού δυναμικού από την "αποθήκη εργατικών χειρών", όπως θεωρεί την κατακτημένη Πολωνία. Όταν αυτοί οι δύο στόχοι επιτευχθούν, στην περιοχή του Γενικού Κυβερνείου θα έχουν παραμείνει μόνον κάτοικοι γερμανικής καταγωγής, ώστε, τελικά, το Γενικό Κυβερνείο να αποτελέσει επαρχία του Ράιχ.[3] Χαρακτηριστικά, ο Χίτλερ είχε αναφέρει ότι "ΤοΓενικό Κυβερνείο πρέπει, σε διάστημα 15 - 20 ετών, να γίνει τόσο Γερμανικό, όσο καιηΡηνανία".
Το Γενικό Κυβερνείο διέθετε πλήρως οργανωμένες διοικητικές υπηρεσίες.[4] Επιπλέον, διέθετε τη δική του Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα Εμισίινι (Bank Emisyjny w Polsce), η οποία εξέδιδε ειδικό συνάλλαγμα σεΖλότι (το τότε πολωνικό νόμισμα) και διέθετε τις δικές του υπηρεσίες οικονομικής διαχείρισης και εξέδιδε κρατικά ομόλογα, των οποίων την κυκλοφορία επέβαλε, καθώς οι Τράπεζες, οι ασφαλιστικές καιοι μεγάλες εμποροβιομηχανικές εταιρείες υποχρεώθηκαν να προμηθευτούν ομόλογα μέχρις ενός ορισμένου ορίου, σε ποσοστιαία αναλογία μετο υπάρχον κεφάλαιό τους.[5]
Οι Πολωνοί κάτοικοι του Γενικού Κυβερνείου ζουν υπό καθεστώς συνεχούς τρομοκρατίας. Το δικαστικό σύστημα αναδιοργανώνεται αλλά στα πολωνικά δικαστήρια επιτρέπεται μόνον η εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν σε Πολωνούς πολίτες και εφόσον δεν εμπλέκεται σε αυτές πολίτης του Ράιχ. Για τέτοιου είδους υποθέσεις δημιουργείται Γερμανικό δικαστικό σύστημα, το οποίο, σε περίπτωση επικαλυπτόμενων υποθέσεων, έχει τον πρώτο και κυρίαρχο λόγο. ΟΦρανκ δημιουργεί πολλά νέα νομοθετήματα, κυριότερο από τα οποία είναι η δημιουργία νέου ποινικού νόμου, ο οποίος επινοεί νέα "εγκλήματα", τα οποία έχουν, στην πλειοψηφία τους, ως προβλεπόμενη ποινή αυτήν του θανάτου. Μεταξύ αυτών είναι "οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Γερμανικής Κυβέρνησης", "η μετάδοση σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων", η παροχή οποιασδήποτε βοήθειας προς Εβραίους (περιλαμβανομένης και της προσφοράς τροφής), ημη απόδοση των προκαθορισμένων ποσοτήτων προϊόντων από τους αγρότες, η άρνηση ένταξης σε ομάδες υποχρεωτικής εργασίας, ενώ, επιπλέον, για κάθε άνδρα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής που δολοφονείται, καθορίζεται η εκτέλεση, σε αντίποινα, 50 έως 100 Πολωνών πολιτών.
Οι πολίτες διαχωρίζονται σε κατηγορίες:
Αμιγώς Γερμανοί πολίτες, προερχόμενοι από τη Γερμανία (Reichdeutsche). Αυτοί περιλαμβάνουν, κυρίως, τις δυνάμεις Κατοχής.
Γερμανοί όχι κάτοικοι της Γερμανίας (Volksdeutsche), χωρισμένοι σε 4 υποκατηγορίες
Ουκρανοί (κύρια γιατην περιοχή της Γαλικίας)
Γκοράλ (Goralenvolk, σε ελεύθερη απόδοση "ορεσείβιοι"), πολωνική εθνική ομάδα
Όπως είναι φυσικό, αυτή η μορφή διοίκησης επέφερε τη σχεδόν άμεση εμφάνιση αντιστασιακών κινημάτων από τους Πολωνούς. Το κυριότερο αντιστασιακό κίνημα ήταν η "Armia Krajowa" (πολων. οΣτρατός της Πατρίδας), προσκείμενος στην εξόριστη Πολωνική Κυβέρνηση τουΛονδίνου, που σχημάτισαν όσοι αξιωματικοί του Πολωνικού Στρατού κατάφεραν να διαφύγουν της σύλληψης και πλαισιώθηκαν από πολλούς εθελοντές (το 1944 η "Armia Krajowa" αριθμούσε περίπου 400.000 άνδρες). Πολύ μικρότερη σε δύναμη ήταν η "Armia Ludowa" (πολων. Λαϊκός Στρατός), που υποστηριζόταν από τηΣοβιετική Ένωσηκαιτο (παράνομο) Πολωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί έχασαν περίπου 150.000 άτομα. Το τίμημα, όμως, για τους Πολωνούς ήταν κατά πολύ βαρύτερο: Χάθηκαν περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι, από τα οποία τα τρία ήταν Πολωνοεβραίοι που θανατώθηκαν είτε στα πολλά γκέτοπου είχε δημιουργήσει το Γενικό Κυβερνείο στις μεγαλύτερες πόλεις του ελέγχου του είτε σταστρατόπεδα εξόντωσης. Το1943οι Γερμανοί άρχισαν τις εκτοπίσεις και από το μεγαλύτερο γκέτο, αυτό της Βαρσοβίας, προκαλώντας τηνεξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας, η οποία διήρκεσε από τις 19 Απριλίου έως τις 16 Μαΐουκαι, τελικά, συνετρίβη. Νέα εξέγερση ολόκληρης της Βαρσοβίας έλαβε χώρα τον Ιούλιο του1944, ύστερα από προτροπή της εξόριστης Κυβέρνησης. Με επικεφαλής τονΤαντέους Κομορόβσκι (Tadeusz Komorowski), πρώην αξιωματικό του Πολωνικού Στρατού, που είχε λάβει το ψευδώνυμο "Μπορ", η πόλη εξεγέρθηκε την 1η Αυγούστου. Εδώ παίχτηκε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά δράματα του Πολέμου: Οι Σύμμαχοι είχαν υποσχεθεί βοήθεια στους εξεγερμένους, όπως αρχικά είχαν κάνει καιοι Σοβιετικοί. Όμως, μολονότι τα Σοβιετικά στρατεύματα απείχαν μόνο 18 km από την πόλη, δεν επενέβησαν καθόλου διότι οι Γερμανοί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Σοβιετικών βόμβαρδισαν κάθε γέφυρα της Βαρσοβίας εγκλοβίζοντας τα Σοβιετικά άρματα στην Ανατολική μεριά. Ο Ρεϊμόν Καρτιέ [6] αναφέρει χαρακτηριστικά: "Ο Στάλιν αφήνει να συντριβούν οι επαναστάτες της Βαρσοβίας". Η εξέγερση άντεξε 63 ημέρες καιοι ηγέτες της, χωρίς όπλα, τρόφιμα, νερό και ηλεκτρική ενέργεια στην πόλη, πέτυχαν να παραδοθούν υπό όρους στηΒέρμαχτ, ώστε να τους επιφυλαχθεί μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου. Σε αντίθετη περίπτωση τους περίμενε εκτέλεση. Ο Πολωνικός πληθυσμός της πόλης που είχε απομείνει (περίπου 180.000 άτομα) αναγκάσθηκε να εξοριστεί.
Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Βάνζεε, στις 20 Ιανουαρίου1942, οΓιόζεφ Μπύλερ (Josef Bühler), ο Αναπληρωτής Κυβερνήτης που είχε αντικαταστήσει τον Ζάις-Ίνκβαρτ ήδη από τις 22 Μαΐου1940και Υπουργός Εσωτερικών του Κυβερνείου, πρότεινε (στην πραγματικότητα πίεσε) στονΡάινχαρντ Χάιντριχνα γίνει εφαρμογή της Τελικής λύσηςτου Εβραϊκού ζητήματος στην περιοχή του Γενικού Κυβερνείου,[7] προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η μεταγωγή Εβραίων εκεί δενθα παρουσίαζε, λόγω του πυκνού σιδηροδρομικού δικτύου, σχεδόν κανένα πρόβλημα. Η πίεση αυτή εξηγείται όταν ληφθεί υπόψιν ότι το Γενικό Κυβερνείο, εκμεταλλευόμενο την περιοχή στο έπακρο, είχε προκαλέσει την ιδιαίτερα έντονη εμφάνιση του φαινομένου της "μαύρης αγοράς". Η πρόταση έγινε δεκτή και, από το1942 ξεκίνησε η εφαρμογή της "Τελικής λύσης", μετη δημιουργία έξι στρατοπέδων εξόντωσηςστην περιοχή του Γενικού Κυβερνείου. Εκεί μεταφέρθηκαν κυρίως Πολωνοεβραίοι, αλλά και Εβραίοι από άλλες χώρες[8]και από την Ελλάδα.
Τη δημιουργία και λειτουργία των Στρατοπέδων εξόντωσης καθώς και της Αστυνόμευσης είχαν αναλάβει άνδρες της SS, με επικεφαλής αρχικά τονΦρίντριχ Βίλχελμ Κρύγκερ (Friedrich Wilhelm Krüger) και μετέπειτα τονΒίλχελμ Κόππε (Wilhelm Koppe). Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε, επίσης, καιοΟντίλο Γκλομπότσνικ.
Η προέλαση τουΕρυθρού Στρατούστα τέλη του 1944 έθεσε τέλος στην ύπαρξη του Γενικού Κυβερνείου, το οποίο έκλεισε τις υπηρεσίες τουκαι μετακίνησε όλο το προσωπικό τους προς τα δυτικά.[9]Ο ίδιος οΦρανκ διέφυγε επίσης προς τα δυτικά, όπου, όμως, συνελήφθη από τα αμερικανικά στρατεύματα τον Μάιο του1945και παραπέμφθηκε στηΔίκη της Νυρεμβέργης, όπου και καταδικάστηκε σε θάνατο μεαπαγχονισμό (1η Οκτωβρίου 1946). Η ποινή εκτελέστηκε στις 16 Οκτωβρίου1946.
↑Keith Bullivant, Geoffrey J. Giles, Walter Pape, Germany and Eastern Europe: Cultural Identities and Cultural Differences, Rodopi, 1999 ISBN 90-420-0688-9