Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 17/02/2020.
Ο Χούμελ γεννήθηκε στο Πρέσμπουργκ -σημερινή Μπρατισλάβα της Σλοβακίας- τουΒασιλείου της Ουγγαρίαςπου, τότε, ανήκε στονΟίκο των Αψβούργων. Πήρε το δεύτερο συνθετικό τού επωνύμου του από τον Άγιο Ιωάννη του Νέπομουκ, άγιο της Βοημίας, και -κάτι ασυνήθιστο για εκείνη την περίοδο- ήταν το μοναδικό παιδί στην οικογένειά του. Πατέρας του ήταν ο Γιοχάνες Χούμελ (Johannes Hummel),[15] διευθυντής της Αυτοκρατορικής Σχολής Στρατιωτικής Μουσικής της Βιέννηςκαι διευθυντής της θεατρικής ορχήστρας «Εμάνουελ Σικανέντερ», και μητέρα τουη Μαργαρίτα Ζόμερ (Margarethe Sommer), χήρα από προηγούμενο γάμο της.[16]
Παιδί-θαύμα, ο Γιόχαν, πήρε μαθήματα μουσικής από τονΒόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές του. Μάλιστα, διδάχθηκε και φιλοξενήθηκε από τον Μότσαρτ για δύο χρόνια δωρεάν και έκανε την πρώτη του εμφάνιση σε ηλικία εννέα ετών, σε μία από τις συναυλίες του δασκάλου του. Κατόπιν, τον πήρε ο πατέρας τουσεμια ευρωπαϊκή περιοδεία, φθάνοντας στοΛονδίνο όπου καθοδηγήθηκε στο πιάνο από τον μεγάλο παιδαγωγό Μούτσιο Κλεμέντι· παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Αγγλίας για τέσσερα χρόνια πριν επιστρέψει στη Βιέννη. Το 1791, οΓιόζεφ Χάιντν, ο οποίος ήταν επίσης στο Λονδίνο, εντυπωσιασμένος από τον νεαρό Χούμελ, συνέθεσε μιασονάτα αφιερωμένη σ’ αυτόν. Την έπαιξε ο ίδιος ο Χούμελ στις Βασιλικές Αίθουσες Συναυλιών τουΑνόβερου, παρουσία του Χάιντν. Όταν τελείωσε η παράσταση, ο Χάιντν τον ευχαρίστησε καιτου έδωσε μία (1) γκινέα, αγγλικό νόμισμα της εποχής.
Το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασηςκαιη επακόλουθη Περίοδος της Τρομοκρατίας ανάγκασαν τον Χούμελ να ακυρώσει προγραμματισμένη περιοδεία σε Ισπανία και Γαλλία. Επέστρεψε στη Βιέννη, δίνοντας συναυλίες σε πόλεις που βρίσκονταν στο δρόμο του. Στην αυστριακή πρωτεύουσα πήρε περαιτέρω μαθήματα από τους Άλμπρεχτσμπέργκερ, Χάιντν καιΣαλιέρι.
Περίπου εκείνη την εποχή, ο νεαρός Μπετόβεν έφθασε στη Βιέννη και πήρε, επίσης, μαθήματα από τους Χάιντν και Άλμπρεχτσμπέργκερ, με αποτέλεσμα να γίνει συμμαθητής και φίλος μετον Χούμελ. Η άφιξη του Μπετόβεν, λέγεται ότι, σχεδόν διέλυσε την αυτοπεποίθηση του Χούμελ, ανκαιστην πορεία ο Χούμελ ανέκαμψε χωρίς μεγάλη ζημιά. Η φιλία των δύο ανδρών χαρακτηρίστηκε από σκαμπανεβάσματα, αλλά εξελίχθηκε σε συγκατάβαση και αμοιβαίο σεβασμό.[17]Ο Χούμελ επισκέφθηκε τον Μπετόβεν στη Βιέννη, επανειλημμένα, μετη σύζυγό του σοπράνο Ελίζαμπεθ Ρέκελ (Elisabeth Röckel) καιτον μαθητή του Φέρντιναντ Χίλερ (Ferdinand Hiller). Μάλιστα, κατόπιν επιθυμίας ιδίου του Μπετόβεν, ο Χούμελ αυτοσχεδίασε στη συναυλία που δόθηκε προς τιμήν του μεγάλου Γερμανού συνθέτη, μετά τον θάνατό του. Αυτό το γεγονός, οδήγησε σε φιλία του Χούμελ μετονΦραντς Σούμπερτ -που λάτρευε τον Μπετόβεν-, ο οποίος αφιέρωσε τις τελευταίες του τρεις σονάτες για πιάνο στον Χούμελ. Ωστόσο, δεδομένου ότι καιοι δύο συνθέτες είχαν πεθάνει κατά την πρώτη δημοσίευση των σονατών, οι εκδότες άλλαξαν την αφιέρωση στονΡόμπερτ Σούμαν, ο οποίος ήταν ακόμα ενεργός την εποχή εκείνη.[17]
Το 1804, ο Χούμελ έγινε διευθυντής ορχήστρας (Konzertmeister) στο Παλάτι του Πρίγκηπα Εστερχάζι στοΆιζενστατ. Ανκαι είχε πολλά από τα καθήκοντα του διευθυντή παρεκκλησίου (Kapellmeister), επειδή η υγεία του Χάιντν δεντου επέτρεπε νατα αναλάβει ο ίδιος, συνέχισε να είναι γνωστός απλώς ως Konzertmeister, από σεβασμό στον Χάιντν, παίρνοντας τον τίτλο του Kapellmeister μόνο μετά το θάνατο του γηραιού συνθέτη, τον Μάιο του 1809. Παρέμεινε στην υπηρεσία του Εστερχάζι για επτά χρόνια συνολικά πριν απολυθεί, τον Μάιο του 1811, για αμέληση των καθηκόντων του.[18]Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Βιέννη όπου, αφού πέρασε δύο χρόνια συνθέτοντας, νυμφεύθηκε την τραγουδίστρια όπερας Ελίζαμπεθ Ρέκελ, το 1813. Την επόμενη χρονιά, περιόδευσε στηΡωσίακαιτην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ο Χούμελ κατείχε, αργότερα, τις θέσεις του Kapellmeister στηΣτουτγκάρδη από το 1816 έως το 1819, καιστη Βαϊμάρη από το 1819 έως το 1837, όπου δημιούργησε στενή φιλία μετονΓκαίτε, μαθαίνοντας μεταξύ άλλων να εκτιμά την ποίηση τουΣίλερ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1805. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τουστη Βαϊμάρη έκανε την πόλη ευρωπαϊκή μουσική πρωτεύουσα, καλώντας τους καλύτερους μουσικούς της εποχής νατην επισκεφθούν καινα παίξουν μουσική, εκεί. Έθεσε σε ισχύ ένα από τα πρώτα συνταξιοδοτικά συστήματα των μουσικών, οργανώνοντας συναυλίες αλληλεγγύης όταν το συνταξιοδοτικό ταμείο τους ήταν χαμηλό. Ο Χούμελ ήταν από τους πρώτους που ανακίνησε το ζήτημα της πνευματικής ιδιοκτησίας των μουσικών γιατην καταπολέμηση της πνευματικής πειρατείας. Το 1825, ο παρισινός εκδοτικός μουσικός οίκος «Aristide Farrenc» ανακοίνωσε ότι, απέκτησε τα γαλλικά δικαιώματα για όλα τα μελλοντικά έργα του Χούμελ.
Το 1832, σε ηλικία 54 ετών, εξαιτίας κακής υγείας, ο Χούμελ άρχισε να αφιερώνει όλο και λιγότερο χρόνο στα καθήκοντά του ως μουσικός διευθυντής στη Βαϊμάρη. Συνέθετε λιγότερο, αλλά εξακολουθούσε να εμπνέει σεβασμό και θαυμασμό στους συγχρόνους του. Επιπλέον, μετά το θάνατο του Γκαίτε, τον Μάρτιο του 1832, είχε λιγότερη επαφή με τους τοπικούς θεατρικούς κύκλους, που είχε ως αποτέλεσμα την μερική του αποχώρηση μέχρι το θάνατό του, στη Βαϊμάρη το 1837.[18] Τρεις μέρες αργότερα, στην κηδεία του, εκτελέστηκε μία από τις καντάτες του. Οπαδός τουμασονισμού -όπως ο Μότσαρτ-, ο Χούμελ κληροδότησε σημαντική μερίδα του περίφημου κήπου του πίσω από την κατοικία τουστη Βαϊμάρη, στα μασονικά ακίνητα. Ο τάφος του βρίσκεται στο Ιστορικό Νεκροταφείο της Βαϊμάρης.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Χούμελ έζησε την άνοδο μιας καινούργιας σχολής νέων συνθετών και βιρτουόζων καλλιτεχνών, οπότε είδε τη δική του μουσική να βγαίνει σταδιακά από τη μόδα. Η πειθαρχημένη και καθαρή πιανιστική τεχνική του, στοστιλτου Κλεμέντι, καθώς καιο ισορροπημένος «κλασικισμός» του, υποχώρησαν μπροστά στην ανερχόμενη σχολή της θυελλώδους μπραβούρας που επέδειξαν οι οπαδοί της τεχνικής τουΛιστ.
Η μουσική του πήρε κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη του Μπετόβεν. Κοιτάζοντας μπροστά, ο Χούμελ προχώρησε στο νεοτερισμό μέσα από κομμάτια όπως είναι ηΣονάτα σεΦα# Ελάσσονα, Op. 81, καιηΦαντασία Op. 18. Αυτά τα έργα είναι παραδείγματα όπου ο συνθέτης «προκαλεί» τις κλασικές αρμονικές δομές ενώ παράλληλα επεκτείνει τηφόρμα σονάτας. Τα πιανιστικά του έργα είναι εύγλωττα, με ξεκάθαρη δομή και κατάλληλα γιατην ελαφριά, βιεννέζικη αντίληψη της εποχής. Ωστόσο, μειονεκτούν ως προς το συναισθηματικό βάθος καιτη συνοχή, στοιχεία χαρακτηριστικά του Μπετόβεν, ο οποίος έγραφε παράλληλα με αυτόν.[19]
Η κύρια εργογραφία του είναι γιατο πιάνο, γιατο οποίο έγραψε 8 κοντσέρτα, 10 σονάτες (εκτων οποίων τέσσερις είναι χωρίς αριθμούς opus και μία ακόμη δεν έχει δημοσιευθεί), 8 πιάνο τρίο, 1 πιάνο κουαρτέτο, 1 πιάνο κουιντέτο, 2 σεπτέτα με πιάνο, φαντασίες, παραλλαγές, σπουδές, χορούς, καπρίτσια, ριτσερκάρε, ρόντο και μουσική για πιάνο 4-χέρια. Επίσης, συνέθεσε 1 οκτέτο πνευστών, 1 σονάτα για βιολοντσέλο σόλο, 1 κοντσέρτο για μαντολίνο, 1 σονάτα για μαντολίνο, 1 κοντσέρτο για τρομπέτα, 1 «Μεγάλο κονσέρτο για φαγκότο», 1 κουαρτέτο για κλαρινέτο, βιολί, βιόλα και βιολοντσέλο. Ακόμη, 22 όπερες, 3 λειτουργίες κ.α. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των προτιμήσεών του αποτελεί η έλλειψη συμφωνικής μουσικής.
Παρόλο που, ο Χούμελ, πέθανε πλούσιος και διάσημος, με εξασφαλισμένη μεταθανάτια φήμη, ο ίδιος καιη μουσική του ξεχάστηκαν γρήγορα στην εποχή της ρομαντικής περιόδου, ίσως επειδή οι κλασσικές του ιδέες θεωρήθηκαν ντεμοντέ. Αργότερα, κατά την αναβίωση του κλασικισμού των αρχών του 20ού αιώνα, ο Χούμελ προσπεράστηκε. Όπως καιο Χάιντν, γιατον οποίο η αναβίωση έπρεπε να περιμένει μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ο Χούμελ επισκιάστηκε από τον Μότσαρτ. Λόγω του αυξανόμενου αριθμού των διαθέσιμων ηχογραφήσεων καιτου συνεχώς αυξανόμενου αριθμού συναυλιών σε ολόκληρο τον κόσμο, η μουσική του αναδεικνύεται πλέον στο κλασικό ρεπερτόριο.
Ο Χούμελ υπήρξε εξαιρετικός πιανίστας, με προχωρημένη τεχνική γιατην εποχή του. Δεν είναι τυχαίο ότι, θεωρείται οπιο επιφανής δεξιοτέχνης κατά την περίοδο της μετάβασης από το κλασικό στο ρομαντικό ύφος.[19] Όσο βρισκόταν στη Γερμανία, δημοσίευσε το πόνημα «Μία Πλήρης Θεωρητική και Πρακτική Σειρά Μαθημάτων γιατην Τέχνη του Παιξίματος στο Πιανοφόρτε» (1828), το οποίο πώλησε χιλιάδες αντίτυπα μέσα σε λίγες μέρες από την έκδοσή τουκαι έφερε ένα νέο στυλ δακτυλοθεσίας και διανθισμάτων. Στην εποχή του 19ου αιώνα, η πιανιστική τεχνική επηρεάστηκε από τον Χούμελ, μέσω της διδασκαλίας τουΤσέρνιο οποίος, αργότερα, δίδαξε τονΛιστ. Ο Τσέρνι πήγε να κάνει μαθήματα στον Χούμελ, αφού έμεινε τρία χρόνια μετον Μπετόβεν.
Η επίδραση του Χούμελ μπορεί, επίσης, να φανεί στα πρώτα έργα τωνΣοπένκαι Σούμαν. Ειδικά γιατον πρώτο, αυτό δεν είναι έκπληξη, δεδομένου ότι ο Σοπέν πρέπει να είχε ακούσει τον Χούμελ σε μία από τις συναυλίες τουστην Πολωνία καιτη Ρωσία, ενώ είχε αρκετά πιανιστικά έργα του Χούμελ στο ενεργό ρεπερτόριό του. Ο μουσικοκριτικός Χάρολντ Σένμπεργκ (Harold C. Schonberg) γράφει: «...οι εισαγωγές στοΚοντσέρτο σεΛα Ελάσσονατου Χούμελ καιστοΚοντσέρτο σεΜι Ελάσσονατου Σοπέν, μοιάζουν πολύ γιανα είναι συμπτωματικές».[20] Επίσης, ο Χούμελ έκανε κάποια μαθήματα καιστονΜέντελσον.[21]
Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
Enciclopedia Treccani, on line
Eric Blom, The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
Cummins, Robert. Piano Sonata No. 3 in F minor, Op. 20 at AllMusic.
Hust, Christoph. 2003, Hummel, Johann Nepomuk, In: Die Musik in Geschichte und Gegenwart. 2nd ed. Ludwig Finscher (ed.). Kassel: Bärenreiter, pp. 503–511
Harold C. Schonberg, The Great Pianists, p. 110
Joel Sachs, Hummel, Johann Nepomuk, §6 Performance and teaching, Oxford Music Online