Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 04/12/2023.
Ηεπίστεγη αντηρίδα είναι ειδικός τύπος αντηρίδας (υποστηρίγματος), που σχετίζεται κυρίως μετηναρχιτεκτονική των Γοτθικών ναών. Η επινόησή τους προέκυψε από την τάση να χτίζονται όλο και ψηλότεροι ναοί, που συμβόλιζαν μεντο πλησίασμα προς το θείο, αλλά δεν ήταν άσχετη σε αυτό η ματαιοδοξία καιη προσπάθεια επιβολής της εξουσίας των εκάστοτε ηγεμόνων. Η επίστεγη λοιπόν αντηρίδα υπήρξε ο νεωτερισμός που επέτρεψε να ανακουφιστεί το επιπλέον βάρος της οροφής σε αρχιτεκτονικά μέλη εκτός του κυρίως κτηρίου.
Στον ανταγωνισμό των κατασκευαστών να χτίζουν όλο και μεγαλύτερους ναούς, κάποτε τα κτήρια έφτασαν στα όριά τους. Μετην αύξηση του ύψους, οι εξωτερικοί τους τοίχοι γίνονταν όλο καιπιο ευάλωτοι στις οριζόντιες δυνάμεις που ασκούσε σε αυτούς η οροφή. Γιανα εξουδετερωθούν οι δυνάμεις αυτές, θα έπρεπε οι τοίχοι να αποκτήσουν μεγαλύτερο πάχος. Με ύψη όμως που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα 100 μέτρα, το πάχος των τοίχων καθίστατο απαγορευτικό. Η λύση που επινοήθηκε σε αυτό το πρόβλημα ήταν η επίστεγη αντηρίδα, η οποία συνδύαζε την αποτελεσματικότητα μετην κομψότητα της κατασκευής. Επρόκειτο γιαμια σειρά όρθιων πεσσών στην εξωτερική πλευρά του κτίσματος, που συνδέονταν μετον τοίχο στο επάνω μέρος μέσω ενός τόξου. Το τόξο αυτό αναλάμβανε να μεταφέρει τμήμα του βάρους της οροφής στους πεσσούς, δίνοντας την εντύπωση της επέκτασης του κτηρίου προς τα έξω με ένα εξωτερικό ανοιχτό διάδρομο.[1]
Ανκαιοι πλήρως αναπτυγμένες επίστεγες αντηρίδες εμφανίστηκαν κατά τηΓοτθική περίοδο της αρχιτεκτονικής, προάγγελοί της μπορεί να εντοπιστούν σε ορισμένα κτήρια Ρωμανικού ρυθμού, όπως οΚαθεδρικός του Ντάραμ (en). Τα τόξα τους όμως καλύπτονταν από την οροφή, ενώ μετέφεραν το βάρος στους παχείς εξωτερικούς τοίχους. Περί τα μέσα του 12ου αιώνα, οι αρχιτέκτονες στηνΙλ-ντε-Φρανς, ακολουθούσαν παρόμοια συστήματα, αλλά με μακρύτερα και λεπτότερα τόξα, που ξεκινούσαν πάνω από τη στέγη των παράπλευρων διαδρόμων του ναού, γιανα συναντήσουν τους βαρείς πεσσούς οι οποίοι υψώνονταν εξωτερικά του τοίχου.[2]
Το κύριο πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου ήταν ότι οι εξωτερικοί τοίχοι δεν χρειάζονταν πλέον να είναι τόσο βαρείς και ογκώδεις προκειμένου να αντισταθμίσουν τις οριζόντιες δυνάμεις. Έμενε λοιπόν τότε περισσότερος χώρος για μεγαλύτερα παράθυρα που μπορούσαν να καλυφθούν μευαλογραφήματα (vitraux). Οι πρώιμες αντηρίδες ήταν ογκωδέστερες από ότι ήταν απαραίτητο γιατη στατικότητα του κτηρίου, όπως στονΚαθεδρικό της Σαρτρ (1210 περίπου), καιτηΒασιλική τουΣαιν-Ρεμί (en) της Ρενς (1170), που αποτελούν τα πρωιμότερα παραδείγματα που επιβίωσαν μετην αρχική τους μορφή. Μεταγενέστεροι αρχιτέκτονες εκλέπτυναν προοδευτικά τα τόξα, με παραδείγματα αυτών τωνναών της Αμιένης, τουΛεΜαν (en) καιτουΜπωβαί (en). Τα μεταγενέστερα Γοτθικά κτήρια συνέχισαν να χρησιμοποιούν τις επίστεγες αντηρίδες, ενσωματώνοντας όμως τώρα πλέγματα και διάφορα γλυπτά ιερών μορφών στις εσοχές τους.
↑For the mechanics of how flying buttresses work in practice see the pioneering study by Alan Borg and Robert Mark in "Chartres Cathedral: A Reinterpretation of Its Structure", in The Art Bulletin, Vol.55, No.3 (Sep., 1973), pp.367-372
↑John James, "Evidence for flying buttresses before 1180", in Journal of the Society of Architectural Historians, Vol. 51, No. 3 (Sep. 1992), pp. 261–287.