Ήταν γιος φαρμακοποιού, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Χάλλε της τότε Πρωσίας (σημερινής Γερμανίας). Το 1808 έλαβε το απολυτήριό του από το λύκειο καιστη συνέχεια σπούδασε ιατρική στο Χάλλε και από το 1810 στο Βερολίνο.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές τουκαι ολοκλήρωσε μια μαθητεία ως φαρμακοποιός. Ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, το οποίο τώρα διοικούσε ο θείος του, Friedrich Ludwig. Στη συνέχεια πήγε στηνΕρφούρτηκαι εργάστηκε γιατον ιδιοκτήτη φαρμακείου και φαρμακοποιό - χημικό Christian Friedrich Bucholz (1770–1818), από τον οποίο έμαθε πάρα πολλά πράγματα γιατην τότε φαρμακολογία. ΟBuchholz ήταν καθηγητής χημείας στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης, μετον οποίο έγινε φίλος, και υπό την εποπτεία του εκπόνησε το διδακτορικό του. Το 1820 πέρασε επιτυχώς τις κρατικές εξετάσεις στη φαρμακευτική στο Βερολίνο και ανέλαβε το ονομαζόμενο φαρμακείο Löwenapothekeστο Χάλλε. Το 1842 πούλησε το φαρμακείο του. Παράμεινε ενεργός στα κοινά ως δημοτικός σύμβουλος.
Το 1819 επινόησε τον όρο αλκαλοειδή αφού ανακάλυψε τη βερατρίνη στον σπόρο του σαμπαδίλου (δημοσίευση του 1819 στοJournal für Chemie und Physik[3]). Είχε προηγηθεί η ανακάλυψη των πρώτων αλκαλοειδών φυτικών ουσιών από τον χημικό Φρίντριχ Σέρτιρνερ (το 1817). Το έργο του 1819 ήταν η πρώτη του επιστημονική δημοσίευση.
Εξέτασε διάφορα άλμη άλατος της Κεντρικής Γερμανίας και εργάστηκε ως βοτανολόγος, ειδικά σε βρύα, λειχήνες και φτέρες, και έκανε σχετικές δημοσιεύσεις στο περιοδικό Botanical Journal. Το 1822, μαζί μετονRudolph Brandes, ίδρυσε τοΊδρυμα Bucholzscheγιανα ωθήσει τους νέους ανθρώπους στη φαρμακευτική επιστήμη.
Christoph Friedrich, Cora von Domarus: Carl Friedrich Wilhelm Meissner (1792–1853) – Apotheker und Alkaloidforscher. In: Die Pharmazie. Nr. 53, 1998, S. 67–73.