Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάροςστην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε νατο ανασκευάσετε ή καινα προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στησελίδα συζήτησηςτου λήμματος.
Τομάρμαρο είναι πέτρωμα αποτελούμενο από ασβεστίτη (CaCO3) ή και από το συνδυασμό των ορυκτών ασβεστίτη (CaCO3) καιδολομίτη ((Ca,Mg) (CO3)2) και έχει δημιουργηθεί από την μεταμόρφωση ασβεστόλιθων, δηλαδή ιζηματογενών ανθρακικών πετρωμάτων. Η λέξη ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική μάρμαρος, δηλαδή «λαμπερός λίθος». Κατά την ομηρική εποχή είχε την έννοια μεγάλου ογκόλιθου, ανεξαρτήτως σύστασης του πετρώματος, ενώ αργότερα μετην εξέλιξη της πετρογραφικής και γεωλογικής ορολογίας, χρησιμοποιούνταν γιανα καλύψει τις κατηγορίες εκείνες των πετρωμάτων που προέρχονται από τημεταμόρφωση ασβεστολίθων ή δολομιτών[1].
Στην εμπορική γλώσσα, ως μάρμαρο θεωρείται κάθε κρυσταλλικό πέτρωμα, με ορυκτολογική σύσταση στην οποία επικρατούν κυρίως ορυκτά με σκληρότητα 3 ως 4 της σκληρομετρικής κλίμακας Mohs (ασβεστίτης,δολομίτης κλπ) καιτο οποίο επιπλέον επιδέχεται κοπή, λείανση και στίλβωση ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως διακοσμητικό ή δομικό υλικό. Στην κατηγορία των μαρμάρων ανήκουν διάφορα πετρώματα, ποικίλων χρωμάτων, εξορυσσόμενα σε όγκους, επιδεκτικά κοπής σε πλάκες, λειάνσεως και στιλβώσεως, καθώς καιο πωρόλιθος, το αλάβαστρο, ο όνυχας, οι δομικοί λίθοι λαξευτοί ή όχι, οι σχιστολιθικές καιοι ασβεστολιθικές πλάκες και παρεμφερή πετρώματα χρησιμοποιούμενα για δομικούς και διακοσμητικούς σκοπούς[1].
Ο όρος μαρμαροφόρο κοίτασμα υποδηλώνει ότι ο εξορυσσόμενος τύπος (ή τύποι μαρμάρου) είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμος, διαφορετικά γίνεται λόγος για μαρμαροφόρο εμφάνιση. Ο όρος μαρμαροφόρο κοίτασμα αντιστοιχεί στον όρο μεταλλοφόρο κοίτασμα, μετην διαφορά ότι η % περιεκτικότητα του κοιτάσματος σε χρήσιμο μέταλλο, στην περίπτωση αυτή αντικαθίσταται μετον % συντελεστή αποληψιμότητας/εξορυξιμότητας αναφορικά με υγιή ογκομάρμαρα.
Οι μαρμαροφόρες περιοχές αποτελούν γεωγραφικές ενότητες, οι οποίες συγκροτούνται από ένα ή περισσότερα μαρμαροφόρα κοιτάσματα καιοι οποίες εντάσσονται σε συγκεκριμένη μαρμαρογενετική επαρχία αναλόγως την γεωτεκτονική ζώνη στην οποία ανήκουν. π.χ. η μαρμαρογενετική επαρχία της ενότητας Παγγαίου, που ανήκει γεωτεκτονικά στην Εσωτερική Μεταμορφική Ζώνη, περιλαμβάνει τις μαρμαροφόρες περιοχές: νήσου Θάσου, όρους Παγγαίου, ορέων Λεκάνης, Φαλακρού όρους, Μενοίκιου Ορους και όρους Αγκιστρο.
Το μάρμαρο χαρακτηρίζεται από κοκκοβλαστικό ιστό. Τα μάρμαρα με μικρό ποσοστό μαρμαρυγιών χαρακτηρίζονται ως σιπολίνες. Οι διαφορετικές ποικιλίες του μαρμάρου είναι, αρχικά, προϊόντα ιζηματογένεσης του ασβεστίτη (μιας αργής διαδικασίας γεωλογικού σχηματισμού) και διαφέρουν μεταξύ ως προς το χρώμα, τη σύσταση καιτη χημική σύνθεση. Η σκληρότητά του είναι 3-4, ανάλογα μετη σύνθεσή τουκαιη θραύση του ακανόνιστη, ενώ τοειδικό βάροςτου ποικίλλει από 1,8 - 2,85 περίπου.
Το μάρμαρο έχει τη χημική σύνθεση του ανθρακικού ασβεστίου ή ασβεστίτη (CaCO3) ή τουδολομίτη ((Ca,Mg) (CO3)2) ή και συνδυασμό των δύο ορυκτών. Ο καθαρός ασβεστίτης είναι λευκός, αλλά ορυκτές προσμίξεις προσθέτουν χρώμασε τυχαία πρότυπα. Για παράδειγμα ο αιματίτης προσθέτει τοκόκκινο χρώμα. Γενικότερα, από απόψεως χρώματος τα μάρμαρα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: ταμονόχρωμα καιτα πολύχρωμα. Οιπιο κοινές αποχρώσεις των μονόχρωμων πετρωμάτων είναι το λευκό καιτο γκρίζο. Από πλευράς αιτίων χρωματισμού, μπορούν να ταξινομηθούν επίσης σεδυο μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιοχρωματικά καιτα αλλοχρωματικά μάρμαρα[2].
Όλα τα άλατα ανθρακικών οξέων, δεχόμενα την άμεση επίθεση των οξέων, παράγουν διαλυτά οξέα και διοξείδιο του άνθρακα. Συνεπώς, ηόξινη βροχή αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό των μαρμάρων μαζί μετην ατμοσφαιρική μόλυνση.
Οι παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την τελική επιλογή του μαρμάρου ή γενικότερα του φυσικού διακοσμητικού πετρώματος για διάφορες χρήσεις, είναι κυρίως οι εξής:
Δυνατότητα εφαρμογής της κατάλληλης τεχνολογίας επεξεργασίας, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή επεξεργασμένη επιφάνεια, καθώς και εξασφάλιση του υλικού πουθα χρειασθεί.
Φυσικομηχανικές ιδιότητες του πετρώματος, οι οποίες πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές ώστε ναμην επηρεασθεί μελλοντικά το υλικό από τις φθορές λόγω κλιματικών αλλαγών.
Το συνολικό κόστος της επένδυσης.
Θα πρέπει να προηγηθεί η πιστοποίηση της ποιότητας του μαρμάρου, μετά από καθορισμό των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του, οι οποίες θα προσδιορίσουν τελικά καιτην ικανότητα αντίστασης στη περιβαλλοντική φθορά.
Η εικόνα που συνδέεται συνήθως μετηναρχαιοελληνική μνημειακή γλυπτική είναι αγάλματα και οικοδομήματα από λευκό μάρμαρο. Μια εικόνα λανθασμένη, ωστόσο, γιατί αφενός το μάρμαρο ως υλικό διαθέτει τόση λευκότητα όση του επιτρέπουν οι προσμίξεις του, αφετέρου γιατί η θέαση του λευκού μαρμάρου στην αρχαία Ελλάδα ισοδυναμούσε σχεδόν με ιεροσυλία.
Οι φιλολογικές μαρτυρίες για τους τρόπους εξόρυξης των μαρμάρων είναι λιγοστές έως ανύπαρκτες. Τα διάφορα ευρήματα ή οι όποιες διαπιστώσεις μας προκύπτουν από έρευνες στα αρχαία λατομεία και από πειραματικές εφαρμογές μεθόδων που διατηρούνταν ως πρόσφατα –στις αρχές του περασμένου αιώνα- γιατην εξόρυξη του μαρμάρου.
Εν γένει τα αρχαία λατομεία διακρίνονταν σε επιφανειακά ή υπόγεια, σε συγκυριακά ή μόνιμα. Τα συγκυριακά εξυπηρετούσαν μάλλον τις ανάγκες ενός συγκεκριμένου έργου, ενώ στα μόνιμα οργανωμένα λατομεία εξορυσσόταν ορυκτό για διάφορα έργα που μεταφερόταν ενίοτε σε μεγάλες αποστάσεις. Στα υπαίθρια λατομεία η θραύση και αποκοπή του υλικού γινόταν με κατακόρυφες και οριζόντιες αυλακιές με πριόνι και άμμο. Στη συνέχεια άνοιγαν σε αυτά υποδοχές για μεταλλικές ή ξύλινες σφήνες, προκειμένου να αποσπάσουν τον όγκο από το μητρικό πέτρωμα.
Σύμφωνα μετον Τόνι Κόζελιτς, της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής, οι αρχαίοι λατόμοι χρησιμοποιούσαν μεταλλικές σφήνες, 25-27 εκ., στα λατομεία μαρμάρου. Μετην εξόρυξη του όγκου ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή «πελέκησις». Με αυτόν τον τρόπο έφευγε το περιττό βάροςκαι γινόταν ευκολότερη η μεταφορά. Τα κιονόκρανα, οι στήλες και διάφορα μισοτελειωμένα αγάλματα που βρέθηκαν σε αρχαία λατομεία μαρμάρου, ενισχύουν αυτή την πεποίθηση.
Η μεταφορά των ογκόλιθων από το λατομείο στο εργαστήριο ονομάζονταν από τους αρχαίους λιθαγωγία ή κομιδή καιδεν ήταν πάντα εύκολη, γιατί πολύ συχνά η απόσταση ήταν μεγάλη καιτο έδαφος ορεινό και ανώμαλο, ενώ άλλες φορές μεσολαβούσε ηθάλασσα. Συνήθως για μικρές και οριζόντιες αποστάσεις καιγια όγκους όχι μεγάλους χρησιμοποιούσαν φάλαγγες ή σκυτάλες, δηλαδή ξύλινους κυλίνδρους. Εν γένει φθηνότερη μεταφορά θεωρείτο θαλάσσια και γινόταν με «φορτηγίδες λιθαγωγούς» στις οποίες στοίβαζαν τους μικρότερους όγκους, ενώ τους μεγαλύτερους -γιανα είναι ελαφρύτεροι μέσω της άνωσης - τους κρεμούσαν στο νερό από ξύλινα δοκάρια, που στηριζονταν σεδυο αμφίπρυμνες φορτηγίδες.
Η ταυτοποίηση της χρήσης των ελληνικών μαρμάρων και λίθων στον αρχαίο κόσμο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδος. Όχι μόνο των λευκών (Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου κλπ) που κυριάρχησαν κατά την αρχαιότητα αλλά και πολλών εγχρώμων (κόκκινα, πράσινα, γκρίζα, µαύρα, πολύχρωμα κ.α.), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην κατασκευή και διακόσμηση οικοδομημάτων και έργων τέχνης της προχριστιανικής, Ρωμαϊκής αλλά και της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Το ζήτημα της προέλευσης των γλυπτών, ειδικότερα των μουσείων του εξωτερικού, από τα ελληνικά μάρμαρα παραμένει ανοικτό για αρχαιολόγους, ιστορικούς, και άλλους επιστήμονες. Συνεπώς θα πρέπει να γίνει μια προσπάθεια καταγραφής των αρχαίων λατομείων ή θέσεων εξόρυξης καιεν συνεχεία λήψης δειγμάτων από τις θέσεις αυτές ώστε να δημιουργηθεί ευρεία βάση δεδομένων πουθα επιτρέψει στους επιστήμονες να συσχετίσουν με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους (π.χ. μέθοδος ανάλυσης σταθερών ισοτόπων) τα μάρμαρα αυτά μετα αντίστοιχα μνημεία ή έργα τέχνης.
Η εξόρυξη των μαρμάρων πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μεεπιφανειακές εκμεταλλεύσεις (λατομεία μαρμάρων), στις οποίες γίνεται η απόσπαση (κοπή) των μαρμάρων με χρήση συρματοκοπών ή άλλου ειδικού εξοπλισμού. Το πρώτο στάδιο είναι η οριοθέτηση του προς εκμετάλλευση τμήματος του κοιτάσματος καιη επιλογή της θέσεως, από όπου θα γίνει η προσπέλασή τουκαιη εκκίνηση της εξόρυξης. Η μέθοδος εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια εξόρυξη είναι αυτή των ορθών βαθμίδων με ύψος και πλάτος που καθορίζονται από τονΚανονισμό Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια.
Η κατακόρυφη αύξηση στη χρήση τωνσυρματοκοπών (καιτων αλυσοπριόνων) τα τελευταία χρόνο γιατην εξορυκτική διαδικασία στα λατομεία μαρμάρων, οδήγησε μοιραία σε αύξηση των ατυχημάτων που σχετίζονται μετη χρήση των συγκεκριμένων μηχανών[3][4].
Οι όγκοι αποκόπτονται από το μητρικό πέτρωμα μετην χρήση διατρημάτων που ορύσσονται οριζόντια και κατακόρυφα καιτα οποία τέμνονται και μέσω αυτών διέρχεται το αδαμαντοφόρο σύρμα, το οποίο θα διενεργήσει την κοπή. Το αδαμαντοφόρο σύρμα προσαρμόζεται σε συρματοκοπή που κινείται επί ραγών και κατά τη διάρκεια της κοπής κινείται προς τα πίσω τανύζοντας το αδαμαντοφόρο σύρμα. Αφού αποκοπεί ο «πάγκος» προς εξόρυξη από το μητρικό πέτρωμα, ακολουθεί η φάση της αποκόλλησης.
Η αποκόλληση διενεργείται μετην χρήση εκσκαφέα με προσαρμοσμένο νύχι (ripper).Γιανα διευκολυνθεί η διαδικασία αυτή τοποθετείται εντός της τομής του αδαμαντοφόρου σύρματος υδρόσακκος (hydro bag), ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο από δύο μεταλλικά ελάσματα, ενωμένα περιμετρικά, εντός των οποίων εισπιέζεται νερό με υψηλή πίεση με αποτέλεσμα την παραμόρφωση των ελασμάτων,τα οποία παίρνουν το σχήμα μαξιλαριού καιγια αυτό το λόγω ονομάζονται και μαξιλάρια νερού (water pillow). Η παραμόρφωση αυτή επιτρέπει στο νύχι να εργαστεί απρόσκοπτα χωρίς να καταπονηθεί ιδιαίτερα.
Οι εξορυσσόμενοι όγκοι, που μπορούν να δώσουν εμπορεύσιμα ογκομάρμαρα, ξεχωρίζονται προκειμένου να ορθογωνιστούν, ενώ τα στείρα υλικά είτε διαστρώνονται προς αποκατάσταση του χώρου είτε υπόκεινται σε θραύση, προκειμένου να αποτελέσουν χρήσιμο παραπροϊόν. Τα διαμορφωμένα ογκομάρμαρα φορτώνονται με φορτωτή σε φορτηγά πλατφόρμες προκειμένου να οδηγηθούν στα εργοστάσια επεξεργασίας (σχιστήρια) καιστα σημεία πώλησης.
Εκτός από την υπαίθρια εκμετάλλευση τα μάρμαρα είναι δυνατόν να εξορυχθούν καιμευπόγεια εκμετάλλευση, η οποία μπορεί να υπαγορευθεί είτε για λόγους οικονομίας της μεθόδου είτε για περιβαλλοντικούς λόγους. Η υπόγεια εκμετάλλευση μαρμάρων κερδίζει έδαφος σε σχέση μετην υπαίθρια εκμετάλλευση διαθέτοντας συγκριτικά πλεονεκτήματα, εντούτοις ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στους κινδύνους αστοχίας κ.α. που ανακύπτουν στις υπόγειες εκμεταλλεύσεις και σχετίζονται κυριως μετην συμπεριφορά των περιβαλλόντων πετρωμάτων[5][6].
Σύμφωνα μετην ελληνική νομοθεσία και συγκεκριμένα μετο άρθρο 5 τουΜεταλλευτικού Κώδικα (Ν.Δ. 210/1973, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) το μάρμαρο έχει χαρακτηριστεί λατομικό ορυκτό. Η εξόρυξη, η αδειοδότηση καιη περιβαλλοντική αποκατάσταση των λατομικών ορυκτών διέπεται από ειδικότερη νομοθεσία[7][8].
Το δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των μαρμάρων ανήκει στον ιδιοκτήτη της εδαφικής έκτασης, μέσα στην οποία υπάρχουν, ή σ' εκείνον στον οποίο ο ιδιοκτήτης παραχώρησε το δικαίωμα αυτό. Το δικαίωμα της εκμετάλλευσης επεκτείνεται σε όλα τα παραγόμενα υποπροϊόντα, καθώς καιστην αξιοποίηση των εξορυκτικών αποβλήτων κατά τη διαχείρισή τους, που προέρχονται από την εξόρυξη καιτην επεξεργασία των ογκομαρμάρων. Η έρευνα καιη εκμετάλλευση των λατομείων μαρμάρων επιτρέπεται μόνον κατόπιν σχετικής άδειας που χορηγείται αρμοδίως, ύστερα από αίτηση του έχοντος το σχετικό δικαίωμα[9].
Η παγκόσμια παραγωγή μαρμάρου κυριαρχείται από 4 χώρες, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής μαρμάρων και διακοσμητικών λίθων. Η Ιταλία είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στην παραγωγή μαρμάρου, με μερίδιο 20% της παγκόσμιας παραγωγής ακολουθούμενη από την Κίνα με 16%, την Ινδία με 10% καιτην Ισπανία στην τέταρτη θέση κατάταξης με 6% της παγκόσμιας παραγωγής. Οι λοιπές παραγωγές χώρες αντιπροσωπεύουν το άλλο μισό της παγκόσμιας παραγωγής μαρμάρου[10][11].
Πολύ γνωστά ξένα μάρμαρα είναι τα μάρμαρα της περιοχής Carrara της Ιταλίας[12], τα λευκά μάρμαρα της Lasa Ιταλίας, το ιταλικό μάρμαρο Giallo di Siena, το μάρμαρο Portuguese Pink, το λευκό μάρμαρο Αfyon της Τουρκίας με ζαχαρώδη δομή, το λευκό μάρμαρο Sivec του FYROM κ.ά. Αναφορικά μετο ελληνικό μάρμαρο, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μαρμάρων σε διάφορους τύπους και χρωματισμούς, κυρίως όμως λευκά μάρμαρα, ορισμένα από τα οποία είναι από τα καλύτερα μάρμαρα του κόσμου. Πολύ γνωστά ελληνικά μάρμαρα είναι τα λευκά μάρμαρα της Πεντέλης καιτου Διονύσου, τα λευκά – ημίλευκα μάρμαρα της περιφέρειας Καβάλας – Θάσου-Δράμας, τα μάρμαρα της περιοχής Τρανοβάλτου Κοζάνης, τα μάρμαρα της Νάξου, ταροζ μάρμαρα της περιοχής Πηλίου κ.ά. Ο κλάδος των ελληνικών μαρμάρων καιτων «εν γένει» διακοσμητικών πετρωμάτων αποτελεί παραδοσιακό κλάδο με ουσιαστική συμβολή στην εθνική οικονομία, κατέχει ηγετική θέση στην παγκόσμια παραγωγή, την οποία προσπαθεί να διατηρήσει παρά τις αντίξοες συνθήκες από τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό αλλά και από τους περιορισμούς που σχετίζονται κυρίως μετα περιβαλλοντικά θέματα.
Το 2004, η Ελλάδα ήταν παγκοσμίως στην 11η θέση μεταξύ των χωρών παραγωγών διακοσμητικών πετρωμάτων, μετά τις Κίνα, Ινδία, Ιταλία, Ισπανία, Ιράν, Τουρκία, Βραζιλία, Αίγυπτο, Πορτογαλία καιΗΠΑ. Σε αυτό συνέβαλε καιη ποιοτική ανωτερότητα του ελληνικού μαρμάρου (χρώματα, φυσικομηχανικά χαρακτηριστικά κλπ) που αποτελεί σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων του κλάδου στις εξαγωγικές δραστηριότητες.Ενδεικτικά, μόνο στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, υπάρχουν πάνω από 50 ενεργά λατομεία μαρμάρων (περιοχή της Δράμας-Καβάλας-Θάσου) καιοι εργαζόμενοι της συγκεκριμένης περιφέρειας στον κλάδο εκτιμώνται σε 3.000-4.000 άτομα[13]. Στην περιοχή αυτή μπορεί να εντοπίσει κανείς πέντε (5) εξορυκτικά κέντρα μαρμάρου όπου η λατομική δραστηριότητα εμφανίζεται με έντονα παραγωγικά χαρακτηριστικά, αποδεικνύοντας ότι τα λατομεία μαρμάρου της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης αποτελούν μακράν καιμε μεγάλη διαφορά τη σημαντικότερη περιοχή στην Ελλάδα που συνεισφέρει παραγωγικά στον κλάδο του μαρμάρου[14]. Το λευκό μάρμαρο της Περιφέρειας αυτής αναδεικνύεται ως ο «Λευκός Χρυσός» γιατην τοπική αλλά και εθνική οικονομία[15].
Οι δυνατότητες αξιοποίησης των υποπροϊόντων που προέρχονται από τα λατομεία μαρμάρου είναι μεγάλες και υπάρχουν σημαντικές εναλλακτικές χρήσεις (αδρανή υλικά, πληρωτικά υλικά, μαρμαρόσκονη, μαρμαροψηφίδα κλπ) αλλά, τόσο λόγω οικονομικών συγκυριών όσο και λόγω των χρόνιων προβλημάτων του κλάδου, δεν έχει πραγματοποιηθεί επαρκής έρευνα και επιχειρηματική ανάληψη πρωτοβουλιών, ενώ ακόμα περισσότερο δεν καταγράφονται αποφασιστικές κρατικές προσπάθειες γιατην ανάπτυξη του τομέα[16][17][18][19].