Τομπαλέτο είναι είδος χορού, με καταγωγή από τηνΙταλίατου 15ου αιώνα, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε στη σκηνική του μορφή, κυρίως στη Γαλλία καιτη Ρωσία. Στην πρώτη μορφή του απουσίαζε η χρήση σκηνικών και λάμβανε χώρα σε μεγάλες αίθουσες συναθροίσεων, όπου οι θεατές καταλάμβαναν τις θέσεις μπροστά και εκατέρωθεν της σκηνής. Έκτοτε έχει εξελιχθεί σε είδος χορού υψηλών τεχνικών απαιτήσεων, με δική του ορολογία και δομική σύσταση. Η μουσική συνοδεία είναι κατά κύριο λόγο από το ρεπερτόριο της κλασικής μουσικής.
Το μπαλέτο διδάσκεται σε σχολές ανά τον κόσμο, σε καθεμία από τις οποίες εναποτίθενται στοιχεία του πολιτισμού και της ιδιοσυγκρασίας του κάθε λαού. Ο χορός αυτός καθορίζεται στα βήματα και τις κινήσεις του, ως μέρος μιας διεργασίας που ονομάζεται χορογραφία, εκτελείται από επαγγελματίες του χώρου και περιλαμβάνει άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως τηνηθοποιίακαιτη μιμητική. Θεωρείται μία από τις πλέον υψηλόβαθμες τέχνες, που απαιτεί πολυετή εξάσκηση ώστε να φτάσει κανείς σε επαγγελματικό επίπεδο.
Ηπιο γνωστή και δημοφιλής απόχρωση του μπαλέτου είναι αυτή που αναπτύχθηκε την εποχή τουΡομαντισμού (το λεγόμενο Ballet blanc =λευκό μπαλέτο), κατά την οποία το βάρος πίπτει στην κορυφαία του χορού (τη λεγόμενη πρίμα μπαλαρίνα), που ως πρωταγωνιστικός ρόλος αποκλείει την ανάδειξη σχεδόν όλων των άλλων· καλείται να εκτελέσει δύσκολες τεχνικές, που περιλαμβάνουν κατακόρυφη κίνηση στηριζόμενη στα δάκτυλα του ποδιού (en pointe), πιρουέτεςκαι λοιπές ακροβατικές κινήσεις δεξιοτεχνίας, ενώ έχει καθιερωθεί η ένδυσή της μετη λεγόμενη γαλλική τουτού (κοντό φόρεμα από λευκό τούλι που αφήνει εκτεθειμένους τους μηρούς και επιτρέπει έτσι την ελευθερία κινήσεων). Η εξέλιξη του μπαλέτου περιλαμβάνει τα είδη τουεξπρεσιονιστικούκαινεοκλασικού μπαλέτου, αλλά και στοιχεία τουσύγχρονου χορού.
Η λέξη balletto προέρχεται από τηιταλική γλώσσα, στην οποία είναι υποκοριστικό της λέξης ballo (εξουκαιμπάλοςστα ελληνικά), που σημαίνει χορός, καιπουμετη σειρά της ανάγεται στηλατινική λέξη ballo ή ballare, που σημαίνει χορεύω.[1][2]Η λατινική αποτελεί παραφθορά τουελληνικού ρήματος βαλλίζω, που έχει ταυτόσημη σημασία.[3][4]
Στις απαρχές του μπαλέτου κατά την Ιταλική Αναγέννηση, οεν λόγω χορός αποτέλεσε χορευτική παράφραση της ξιφασκίας· σύντομα εξήχθη στη γαλλική αυλή της Αικατερίνης των Μεδίκων, ενώ επί Λουδοβίκου ΙΔ΄τα επί μέρους στοιχεία του καθορίστηκαν από τον Πιέρ Μπωσάν (Pierre Beauchamp). Το 1661 ιδρύεται ο πρώτος χορευτικός θίασος (το λεγόμενο Corps de ballet), τοΜπαλέτο της Όπερας των Παρισίων (Ballet de l'Opéra de Paris), ως παράρτημα στηΒασιλική Ακαδημία Χορού (Académie Royale de la Danse)· στην «καθέλκυση» αυτή οφείλεται καιη ευρεία χρήση της γαλλικής γλώσσας στο λεξιλόγιο του μπαλέτου. Στον 18ο αιώνα, παρά τις μεταρρυθμίσεις τουΖαν-Ζωρζ Νοβέρ, το μπαλέτο εξέπεσε σε παρακμή στη Γαλλία μετά το 1830, ωστόσο συνεχίστηκε στην Ιταλία, τη Ρωσία καιτη Δανία. Επιστρέφει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο λίγο πριντονΑ΄Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω ενός ρωσικού θιάσου, τα περίφημα πλέον Ρωσικά ΜπαλέτατουΣεργκέι Ντιάγκιλεφ· οεν λόγω θίασος αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς Ρώσους χορευτές, σεμια εποχή πουη ανησυχία καιη πείνα ήταν σε έξαρση, αποτέλεσμα και της Οκτωβριανής Επανάστασηςτων Μπολσεβίκων. Μαζί τους μεταλαμπάδευσαν στηΔυτική Ευρώπη τους χορογραφικούς και υφολογικούς νεωτερισμούς, που άνθιζαν άλλοτε υπό τη βασιλεία των Τσάρων.
Τον 20ό αιώνα, το μπαλέτο αποτελεί μείζονα παράγοντα επιρροής στο πλαίσιο του σκηνικού χορού γενικότερα, και ταυτόχρονα διευρύνει τα υφολογικά του στοιχεία. Ο Αμερικανός χορογράφος George Balanchine εδραιώνει αυτό που πλέον αναγνωρίζεται ως νεοκλασικό μπαλέτο, ενώ περαιτέρω εξελίξεις περιλαμβάνουν τονσύγχρονο χορό, τομετα-στρουκτουραλιστικό μπαλέτο, όπως κυρίως εκφράζεται μέσα από το έργο του Αμερικανού William Forsythe, ο οποίος εδρεύει στη Γερμανία.
Το κλασικό μπαλέτο θεωρείται ως το πλέον δομημένο από τα είδη μπαλέτου, καθώς έχει ως βάση τις παραδοσιακές χορευτικές τεχνικές. Οι παραλλαγές του έχουν καθοριστεί μέσα από διάφορες σχολές, όπως τη Γαλλική Σχολή, τη Δανέζικη Σχολή Bournonville, την Ιταλική Σχολή καιτη Ρωσική Σχολή· τα βασικά στοιχεία αμφότερων των δύο τελευταίων εκφράζονται εν πολλοίς στη διδακτική μεθοδολογία του Ιταλού χορογράφου και θεωρητικού Κάρλο Μπλάσις. Πλάι στις δύο κυριότερες Σχολές, τη Γαλλική καιτη Ρωσική, αξιομνημόνευτες θεωρούνται η Σχολή Balanchine της Νέας Υόρκης καιστην Αγγλία η Βασιλική Ακαδημία Χορού καιτο Βασιλικό Μπαλέτο, που βασίζονται στη μέθοδο Cecchetti. Οιδε πρώτες πουέντ ήταν στην πραγματικότητα παπούτσια χορού (κοινώς λεγόμενες καιμπαλαρίνες) με ενισχυμένη μύτη, ώστε η μπαλαρίνα να μπορεί να σταθεί στα ακροδάκτυλα, δίνοντας την εντύπωση ότι αιωρείται.
Σήμερα, υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη παπουτσιών γιατο μπαλέτο. Το πρώτο είναι οι κλασσικές μπαλαρίνες όπου είναι απαραίτητες για όλες τις μπαλαρίνες. Στη συνέχεια είναι τακαρακτέρ (charactères) όπου συνήθως τα φορούν οι μπαλαρίνες οι οποίες συμπλήρωσαν τα πρώτα έτη διδασκαλίας και τέλος, είναι ταπουέντ (Pointe) που συνήθως χρησιμοποιούνται σε υψηλότερο επίπεδο διδασκαλίας.
Ορισμένοι βασικοί κανόνες του κλασικού μπαλέτου:
Ηποζισιόν (θέση) πλιέ (plié) χρησιμοποιείται σε όλες σχεδόν τις ασκήσεις.
Όταν τα πόδια δεν πατούν στο έδαφος, είναι πάντα τεντωμένα στις μύτες.
Όταν το πόδι δεν είναι λυγισμένο, πρέπει να είναι εντελώς τεντωμένο.
Ζωτικής σημασίας είναι η στάση του σώματος, η ευθυγράμμιση καιη τοποθέτηση.
Ο πλήρης έλεγχος των κινήσεων ολόκληρου του σώματος.