|
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|2|11|2024}} |
Με την ονομασία Ράιχσταγκ εκ του γερμανικού όρου "Reichstag", φερόταν το νομοθετικό σώμα της Γερμανίας κατά την περίοδο 1867 - 1945. Οι Γερμανοί θεωρούν ως πρώτο Ράιχσταγκ την Δίαιτα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που το 1663 μετατράπηκε σε διαρκές συνέδριο των αντιπροσώπων, με έδρα τότε τo Ρέγκενσμπουρκ, όπου έπαψε να υφίσταται με την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, το 1805.
Ουσιαστικά το Ράιχσταγκ ως θεσμός νομοθετικού οργάνου, μετά την παραπάνω Δίαιτα, ιδρύθηκε, ή αναβίωσε κατά τους Γερμανούς, το 1867, με το Σύνταγμα της Ομοσπονδίας της Βόρειας Γερμανίας στις 17 Απριλίου του ίδιου έτους, με έδρα το Βερολίνο, στο οποίο συμμετείχαν τότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του γερμανικού λαού κατόπιν καθολικής ψηφοφορίας, (δικαίωμα που ασκούσαν οι από 25 ετών και άνω) και που αντιστοιχούσαν ένας ανά 100.000 κατοίκους. Παράλληλα όμως προς το σώμα του Ράιχσταγκ υπήρχε και ο θεσμός του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, (Bundesrat). Και τα δύο αυτά σώματα απέδιδαν μία εικόνα δημοκρατικής διακυβέρνησης σε αντίθεση με το Λάντσταγκ (= Βουλή της χώρας), της Πρωσίας που ήταν περισσότερο συντηρητικό σώμα.
Στην αρμοδιότητα του Ράιχσταγκ ήταν η ψήφιση των νόμων και του ετήσιου προϋπολογισμού τα οποία στη συνέχεια υποβάλλονταν στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο για έγκριση. Με το νέο αυτοκρατορικό Σύνταγμα του 1871 η μορφή του Ράιχσταγκ δεν μεταβλήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 1874, μετά την προσάρτηση της Αλσατίας και μέρους της Λωραίνης (10 Μαΐου 1871), ο αριθμός των αντιπροσώπων αυξήθηκε στους 397 με διάρκεια θητείας, δέκα χρόνια αργότερα (1885), από τριετή σε πενταετή. Όσον αφορά στα δικαιώματα που παρέχονταν στους εκπροσώπους, αυτοί είχαν το δικαίωμα επερώτησης και προσφυγής στον Αυτοκράτορα αλλά δεν είχαν το δικαίωμα με ψήφο να άρουν την εμπιστοσύνη τους, προκειμένου να ανατρέψουν τον καγκελάριο. Αντίθετα ο τελευταίος, που ήταν υπόλογος μόνο προς τον αυτοκράτορα, είχε τη δυνατότητα εκ του συντάγματος να ζητήσει τη διάλυση του Ράιχσταγκ μετά βέβαια από σύμφωνη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου.
Αργότερα, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, το Ράιχσταγκ εξακολούθησε να υφίσταται (1919-1933) ως νομοθετική εθνοσυνέλευση στην οποία συμμετείχαν οι εκπρόσωποι του λαού κατόπιν ανάδειξής τους από γενικές εκλογές με καθήκοντα ψήφισης νόμων, προϋπολογισμών. κύρωση συνθηκών καθώς ακόμα και κήρυξη πολέμου, ή σύναψη ειρήνης, αποτελώντας έτσι κορυφαία πολιτική δύναμη διακυβέρνησης της Γερμανίας. Αντίθετα το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο μετέπεσε σε ένα απλό σώμα, καλούμενο Ράιχσρατ με δυνατότητα άσκησης μόνο του δικαιώματος της αρνησικυρίας. Έτσι το τελευταίο ασκούσε συνεχή έλεγχο στην κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίζει την ψήφο εμπιστοσύνης του. Παρότι όμως ο τρόπος αυτός αναδείκνυε δημοκρατικό προσανατολισμό το ίδιο το σύνταγμα παραχωρούσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Bundesprasident) το δικαίωμα να αποφασίζει ακόμα και τη διάλυση του Ράιχσταγκ. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε τέσσερις φορές το 1924, το 1930, το 1932 καθώς και το 1933.
Τέλος με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, (1933), το Ράιχσταγκ συνέχισε τη διατήρησή του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πλην όμως την επόμενη ημέρα που σημειώθηκε ο εμπρησμός του κτιρίου του Ράιχσταγκ (27 Φεβρουαρίου του 1933), ο Χίτλερ κατάφερε, πείθοντας τον τότε πρόεδρο, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, την έκδοση διατάγματος "Περί προστασίας του λαού και του κράτους" με το οποίο το Γ΄ Ράιχ προχώρησε στη διάλυση όλων των κομμάτων, εφαρμόζοντας δικτατορία και προκηρύσσοντας εκλογές στις 15 Μαρτίου του 1933 με μόνο κόμμα το Εθνικοσοσιαλιστικό. Αν και οι εκλογές εκείνες δεν έδωσαν καθαρή πλειοψηφία[ασαφές], οι ναζιστές κατόρθωσαν και έπεισαν το Ράιχσταγκ στην ψήφιση νόμου "Περί νομοθετικής εξουσιοδότησης" με ψήφους 444 υπέρ και 94 κατά. Με τον νόμο αυτό όλες οι νομοθετικές εξουσίες περιήλθαν στο Υπουργικό Συμβούλιο εγκαθιδρύοντας και τυπικά τη "δικτατορία του Χίτλερ". Από τότε και μέχρι την πτώση του Γ΄ Ράιχ συνέχισε να υφίσταται μόνο κατά τύπο. Ο δε θεσμός του Ράιχσρατ καταργήθηκε τον επόμενο χρόνο με εθνικοσοσιαλιστικό διάταγμα στις 14 Φεβρουαρίου του 1934.
- "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ. 51ος, σελ. 243.