Τακεντρικά κουρδικά (کوردیی ناوەندی), που ονομάζονται επίσης σορανί, σοράνι ή σορανικά (سۆرانی), είναι κουρδική διάλεκτος[2][3][4] ή γλώσσα[5][6]η οποία ομιλείται στοΙράκ, κυρίως στοΙρακινό Κουρδιστάν, καθώς και στις επαρχίες Κουρδιστάν, Κερμανσάχ και Δυτικό Αζερμπαϊτζάν του δυτικού Ιράν. Η σορανί είναι μία από τις δύο επίσημες γλώσσες του Ιράκ, μαζί μετααραβικά, καιστα διοικητικά έγγραφα αναφέρεται απλώς ως «κουρδικά».[7][8]
Ο όρος σορανί, που πήρε το όνομά του από το πρώην Εμιράτο Σοράν, χρησιμοποιείται ειδικά γιανα αναφερθεί σεμια γραπτή, τυποποιημένη μορφή των κεντρικών κουρδικών γραμμένων μετο σορανικό αλφάβητο που αναπτύχθηκε από τοαραβικό αλφάβητοτη δεκαετία του 1920 από τους Σάεντ Σίντκι Καμπάν και Ταουφίκ Ουαχμπί.[9]
Η ανίχνευση των ιστορικών αλλαγών που πέρασε η σορανί είναι δύσκολη. Από την παλαιά και μέση ιρανική εποχή, δηλαδή από την αρχαία εποχή και μεγάλο μέρος του μεσαίωνα, δεν έχει διασωθεί κάποιος πρόδρομος της κουρδικής γλώσσας. Τα παλαιότερα σωζόμενα κουρδικά κείμενα μπορούν να αναχθούν όχι νωρίτερα από τον 16ο αιώνα μ.Χ.[10]Η σορανί έχει τις ρίζες της στην περιοχή της Σουλεϊμανίγια.[11]
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Central Kurdish». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.