Ησφηνοειδής γραφή είναι το δεύτερο αρχαιότερο γνωστό σύστημα γραφής στον κόσμο[1], το οποίο χαρακτηρίζεται από τους χαρακτήρες σε σχήμα σφήνας και μέλισσας στις πήλινες πλακέτες που χρησιμοποιούνταν γιατην γραφή του, μετη χρήση ενός αμβλέος κλαδιού ως γραφίδα.
Χρησιμοποιήθηκε από τους Σουμέριουςστα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ., και ξεκίνησε ως ένα σύστημα πικτογραφημάτων. Στην3η χιλιετίαπ.Χ., οι αναπαραστάσεις απλοποιήθηκαν και έγιναν πιο γενικές καιο αριθμός των συμβόλων έγινε μικρότερος: από περίπου 1.000 στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκούσε περίπου 400 στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (σφηνοειδής τωνΧετταίων).
Το Σουμεριακό αυτό σύστημα γραφής, αργότερα χρησιμοποιήθηκε επίσης γιατη γραφή τωνΑκκαδικών, Ελαμιτικών, Χεττιτικών, και άλλων γλωσσών, και ενέπνευσε ταΟυγκαριτικάκαιαρχαία Περσικάαλφάβητα. Μετην πάροδο του χρόνου, η σφηνοειδής γραφή αντικαταστάθηκε από τοΦοινικικό αλφάβητο κατά τη διάρκεια της Ασσυριακής αυτοκρατορίας. Έως τον 2ο αιώνα μ.Χ., η γραφή αυτή είχε εξαφανιστεί και όλη η γνώση που περιείχαν τα γραπτά της είχε χαθεί, έως ότου αποκρυπτογραφήθηκε τον 19ο αιώνα από συλλογικές προσπάθειες Γάλλων και Άγγλων γλωσσολόγων.
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές αναζητούσαν στη Μέση Ανατολή τα ίχνη των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Περσών καιτων Μήδων, λαών που ήταν ήδη γνωστοί στην Ευρώπη λόγω της Βίβλου. Τον 17ο αιώνα ανακαλύφθηκαν τα ερείπια της Βαβυλώνας και της Περσέπολης, ενώ ο Ιταλός Πιέτρο ντελα Βάλλε (Pietro della Valle) έφερε στην Ευρώπη το 1626 τα πρώτα κείμενα σε σφηνοειδή γραφή. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «σφηνοειδής» ήταν ο Άγγλος Οριενταλιστής του 17ου αιώνα Τόμας Χάιντ (Thomas Hyde), καθηγητής των Εβραϊκών στην Οξφόρδη, ο οποίος είχε ενδιαφερθεί για τις επιγραφές σε περσική σφηνοειδή γραφή, ανκαι θεωρούσε τα σχήματα αυτά διακοσμητικά και όχι γραφή.
ΟΚάρστεν Νίμπουρ (Carsten Niebuhr), Γερμανός ερευνητής και περιηγητής στην υπηρεσία της Δανίας, δημοσίευσε στα 1778 το ακριβές αντίγραφο τριών επιγραφών σε σφηνοειδή γραφή, που είχαν βρεθεί στην Περσέπολη. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρις ότου εξακριβωθεί ότι επρόκειτο για τρίγλωσσες επιγραφές, πουη καθεμιά τους περιείχε τρεις ξεχωριστές γλώσσες γραμμένες μετο ίδιο σύστημα γραφής. Αποδείχθηκε ότι η πρώτη ήταν ηΑρχαία Περσική γλώσσα της δυναστείας τωνΑχαιμενιδών, μία Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, η δεύτερη ηΕλαμιτική γλώσσα, μη Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα των κατοίκων του Ελάμ, μιας αρχαίας χώρας στο σημερινό νοτιοδυτικό Ιράν, καιη τρίτη ηΑκκαδική γλώσσα, μία αρχαία Σημιτική γλώσσα.
Τον 19ο αιώνα γεννήθηκε ηΑσσυριολογία, η επιστήμη η οποία ερευνά την ιστορία καιτον πολιτισμό της αρχαίας Μέσης Ανατολής και ιδίως της αρχαίας Μεσοποταμίας καιη οποία πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι οι πρώτες ανασκαφές έγιναν στην περιοχή της αρχαίας Ασσυρίας και ιδίως στην Νινευή, την αρχαία ασσυριακή πρωτεύουσα.
Ο πρώτος που αποκρυπτογράφησε κείμενο σε σφηνοειδή γραφή (στην αρχαία περσική γλώσσα) ήταν ο Γερμανός φιλόλογος και επιγραφολόγος Γκέοργκ Φρίντριχ Γκρότεφεντ (Georg Friedrich Grotefend), διδάσκαλος των Ελληνικών στο πανεπιστήμιο τουΓκέτινγκεν. Ο Άγγλος Χένρι Ρόουλινσον (Henry Creswicke Rawlinson) κατάφερε με παρόμοια μέθοδο και εντελώς ανεξάρτητα από τον Γκρότεφεντ, να διαβάσει αρχαίες περσικές επιγραφές σε σφηνοειδή. Άλλοι γνωστοί ερευνητές της περιόδου αυτής ήταν οΈντουαρντ Χινκς (Edward Hincks), Ιρλανδός γλωσσολόγος, καθώς καιοΖυλ Οππέρ (Jules Oppert), Γάλλος.
Συστηματικές ανασκαφές που γίνονταν στο Ιράκ, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είχαν ως αποτέλεσμα να ανακαλυφθούν εκατοντάδες επιγραφές που μετέπειτα αναγνωρίσθηκαν ως ΑσσυριακέςκαιΒαβυλωνιακές, ενώ ιδίως στην περιοχή της Βαβυλωνίας ανακαλύφθηκαν πολλές επιγραφές που έμοιαζαν στην τρίτη γραφή των επιγραφών του Νίμπουρ. Εν τέλει έγινε κατανοητό ότι αυτή η τρίτη «Ασσυροβαβυλωνική γλώσσα» (έκτοτε γνωστή ως Ακκαδική γλώσσα στις τρίγλωσσες επιγραφές ήταν γραμμένη σε σύστημα συλλαβικό – ιδεογραμματικό, δηλαδή ότι τα σημεία αντιπροσώπευαν είτε συλλαβές (σύμφωνο - φωνήεν, φωνήεν - σύμφωνο ή σύμφωνο - φωνήεν - σύμφωνο) τα οποία ενώνονταν γιανα σχηματίσουν ολόκληρες λέξεις είτε αντιπροσώπευαν αυτά καθαυτά (τα σημεία) μιαν ολόκληρη λέξη. Επιπλέον ανακαλύφθηκε από τον Ρόυλινσον ότι το ίδιο σημείο μπορούσε να αντιπροσωπεύει περισσότερους από έναν ήχο (ή «αξία»).
Αυτό το τελευταίο προκάλεσε μεγάλη αντιπαράθεση μεταξύ των ειδικών, καθώς οι περισσότεροι απέρριπταν τόσο αυτή την «πολυφωνία» των σημείων, όσο και τις μεταφράσεις του Ρόουλινσον καιτου Χινκς, ο οποίος ακολουθώντας τις μελέτες του Ρόουλινσον είχε προχωρήσει γύρω στο 1853 στην ανεύρεση της φωνητικής αξίας σχεδόν 350 σημείων.
Ήδη από το 1850 o Χινκς είχε ανακοινώσει ότι η σφηνοειδής γραφή δεν προσιδίαζε σε Σημιτική γλώσσα, καθώς δεν ελάμβανε υπόψη της την φύση της «ρίζας» της λέξης, αποτελούμενης μόνο από σύμφωνα (όπως συμβαίνει στα συστήματα γραφής των σημιτικών γλωσσών), ούτε και τις διάφορες διακρίσεις οδοντικών και λαρυγγικών συμφώνων. Ο Χινκς υποψιαζόταν ότι η σφηνοειδής γραφή μάλλον ήταν εφεύρεση ενός μη Σημιτικού λαού που είχε προηγηθεί των Σημιτών στη Μεσοποταμία.
Το 1852 ο Ρόουλινσον είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένες ανακαλυφθείσες επιγραφές της Μεσοποταμίας ήταν δίγλωσσες και ότι στα Σημιτικά Βαβυλωνιακά αντιστοιχούσε μια άγνωστη γλώσσα, πουο ίδιος ονόμασε λανθασμένα «Ακκαδική», θεωρώντας μάλιστα ότι είχε «Σκυθική ή Τουρανική προέλευση». Τον επόμενο χρόνο ο Ρόουλινσον ανακοίνωσε ότι υπήρχαν και μονόγλωσσες επιγραφές σε αυτήν την νεωστί ανακαλυφθείσα «σκυθική» γλώσσα, η οποία δεν έμοιαζε με καμιά άλλη της σύγχρονης εποχής καιη οποία ήταν ηΣουμεριακή γλώσσα.
Τον 20ο αιώνα ανακαλύφθηκαν και αποκρυπτογραφήθηκαν κείμενα σε σφηνοειδή γραμμένα στηΧεττιτική γλώσσα.
Έχουν βρεθεί μεταξύ 500.000 και 2.000.000 δέλτοι με σφηνοειδή γραφή έως τώρα, και από αυτές περίπου 30.000 με 100.000 μόνο έχουν διαβαστεί ή δημοσιευτεί. ΤοΒρετανικό Μουσείο έχει την μεγαλύτερη συλλογή, περίπου στις 130.000, και ακολουθείται από τοαρχαιολογικό μουσείο του Βερολίνου, τοΛούβροκαιτοαρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης[2]. Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα βρίσκονται σε αυτές τις συλλογές για πάνω από έναν αιώνα, χωρίς να έχουν μεταφραστεί και μελετηθεί, καθώς υπάρχουν μόνο λίγες εκατοντάδες μεταφραστές παγκοσμίως που είναι ικανοί να διαβάσουν τη σφηνοειδή γραφή[3].