ΤοΣύνταγμα του Μονακό υιοθετείται το 1911, έπειτα από τηνΜονεγασκική Επανάσταση, και αναθεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον πρίγκηπα Ρενιέ Γ΄ στις 17 Δεκεμβρίου 1962.[1][2]Σε αυτό εντάσσονται οι τρεις μορφές των εξουσιών της πολιτείας, ενώ καθορίζεται, επίσης, η γραμμή διαδοχής γιατο θρόνο, κάτι που τροποποιήθηκε το 2002.[3][4]
Ο πρίγκιπας κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ο επικεφαλής της κυβέρνησης του πριγκιπάτου είναι ο υπουργός επικρατείας, που προεδρεύει στο εξαμελές συμβούλιο της κυβέρνησης. Ο υπουργός συμβουλεύει τον πρίγκιπα και είναι αρμόδιος, μαζί μετην κυβέρνηση, γιατην επιβολή των νόμων. Τα θέματα της τοπικής αυτοδιοίκησης των τεσσάρων τμημάτων του Μονακό βρίσκονται στην αρμοδιότητα του κοινοτικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από δεκαπέντε εκλεγμένα μέλη.[5]
Σύμφωνα μετο σύνταγμα, ο πρίγκιπας μοιράζεται τη νομοθετική εξουσία μαζί μετο εθνικό συμβούλιο, το νομοθετικό σώμα δηλαδή του πριγκιπάτου. Μολονότι το συμβούλιο είναι ανεξάρτητο από τον πρίγκηπα και μπορεί να ενεργήσει αντίθετα προς τις επιθυμίες του, η υπογραφή του απαιτείται γιατην επικύρωση οποιουδήποτε προτεινόμενου νόμου.[6]
Η δικαστική εξουσία ανήκει και αυτή στον πρίγκιπα, ο οποίος κατανέμει τη δικαιοσύνη μέσω διαφόρων δικαστηρίων εν ονόματι του ίδιου. Η ανεξαρτησία των δικαστών είναι εγγυημένη από το σύνταγμα. Το ανώτατο δικαστήριο του Μονακό αποτελείται από πέντε βασικά μέλη και δύο βοηθητικούς δικαστές, που καθορίζονται από τον πρίγκιπα, έπειτα από προτάσεις του εθνικού συμβουλίου και άλλων κυβερνητικών οργάνων. Το ανώτατο δικαστήριο είναι αρμόδιο για τις δικαστικές προσφυγές και ερμηνεύει, επίσης, το σύνταγμα όταν αυτό απαιτείται. Το νομικό σύστημα του Μονακό, στενά συνδεδεμένο σε αυτό της Γαλλίας, είναι διαμορφωμένο βάση του ναπολεόντειου κώδικα.[7]