Ένας τεχνίτης είναι εξειδικευμένος εργάτης που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την επίσημη πιστοποίηση μαθητείας σχετικά με ένα επάγγελμα ή μιατεχνική. Θεωρείται ικανός και πιστοποιείται η δυνατότητα τουνα εργαστεί ως πλήρως εξειδικευμένος υπάλληλος. Ένας τεχνίτης λαμβάνει την άδεια του μέσω εκπαίδευσης, εποπτείας και εξέτασης.[1]Ανκαι ένας ειδικευμένος τεχνίτης έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία απόκτησης πιστοποίησης και μπορεί να εργαστεί ως υπάλληλος, δεν έχει το δικαίωμα να είναι αυτοαπασχολούμενος.[2]
Ο όρος χρησιμοποιούνταν αρχικά στις μεσαιωνικές εμπορικές συντεχνίες. Οι τεχνίτες πληρωνόταν κάθε μέρα, καιγια αυτό ονομάζονται journeymen στα αγγλικά (από τη γαλλική λέξη journée, που σημαίνει ημέρα). Κάθε συντεχνία είχε τρία είδη εργατών: τους μαθητευόμενους, τους τεχνίτες και τους επικεφαλής. Ένας τεχνίτης, ως πιστοποιημένος έμπορος θα μπορούσε να γίνει επικεφαλής στη δική του επιχείρηση, αλλά οι περισσότεροι συνέχιζαν να εργάζονται ως υπάλληλοι.[3]
Εφαρμόστηκαν κατευθυντήριες γραμμές γιατην προώθηση των υπεύθυνων τεχνιτών, οι οποίοι είχαν ευθύνη γιατο δικό τους έργο καινα προστατέψουν το εμπόριο καιτην κοινωνία από ανειδίκευτους εργάτες. Γιανα γίνει επικεφαλής, ένας τεχνίτης θα έπρεπε να καταθέσει ένα προσωπικό του αριστούργημα στη συντεχνία, ώστε να εξελιχθεί. Μόνον τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί επικεφαλής στη συντεχνία του.[4] Μερικές φορές, απαιτούνταν η ολοκλήρωση τριών ετών εργασίας. Η περίοδος αυτή αποκαλούνταν τεχνικά έτη.
Στανέα ελληνικάη λέξη προέρχεται από τηναρχαία ελληνικήτεχνίτης.[5]Ηαγγλική λέξη journeyman προέρχεται από τηγαλλικήjournée, η οποία μετη σειρά της προέρχεται από τηλαϊκή λατινική "diurnum" καιτηνκλασική λατινική "dierum", που όλες σημαίνουν «ημέρα». Το όνομα αναφέρεται στο δικαίωμα ενός τεχνίτη να ζητά καθημερινά πληρωμή γιατην εργασία του. Ένας τεχνίτης είχε ολοκληρώσει τη μαθητεία αλλά εργαζόταν για άλλους,[6] αλλά δεν ζούσε στη συντεχνία και μπορούσε να έχει δική του οικογένεια. Ένας τεχνίτης δεν μπορούσε να έχει υπαλλήλους. Εν αντιθέσει, ένας μαθητευόμενος ανήκε στον επικεφαλής του, συνήθως για χρονικό διάστημα επτά ετών, και ζούσε μαζί του ως μέλος του νοικοκυριού, λαμβάνοντας την αποζημίωση τουμε μορφή φαγητού, καταλύματος και εκπαίδευσης.
Σε τμήματα της Ευρώπης, όπως στη Μεσαιωνική Γερμανία, η περιοδεία ενός τεχνίτη (Wandergeselle),[7] από πόλη σε πόλη γιατην απόκτηση εμπειριών σε διάφορα εργαστήρια, ήταν σημαντικό τμήμα της εκπαίδευσης ενός υποψηφίου. Οιξυλουργοίστη Γερμανία ακολουθούν ακόμη και σήμερα την παράδοση περιοδείας, αλλά ελάχιστοι την εφαρμόζουν. ΣτηΓαλλία, οι περιοδεύοντες τεχνίτες ήταν γνωστοί ως compagnons.
Στα σύγχρονα συστήματα μαθητείας, ένας τεχνίτης αποκτά πιστοποιητικό επαγγέλματος γιανα αποδείξει την ολοκλήρωση της μαθητείας. Σε πολλές χώρες, πρόκειται γιατην υψηλότερη επίσημη τάξη, καθώς η τάξη του επικεφαλής έχει εξαλειφθεί και έτσι μπορεί να εκτελεί όλα τα καθήκοντα του εμπορίου στην περιοχή που έχει πιστοποιηθεί καθώς καινα εποπτεύει μαθητευόμενους καινα γίνει αυτοαπασχολούμενος.
Το σύγχρονο σύστημα μαθητείας στοχεύει στην οικοδόμηση δεξιοτήτων μέσω της κατάρτισης κατά τη διάρκεια της εργασίας. Ένας μαθητευόμενος είναι σε θέση να έχει μισθό, ενώ παράλληλα μαθαίνει νέες δεξιότητες. Το εργασιακό περιβάλλον είναι στενά συνδεδεμένο μετον εργοδότη δίνοντας στην επιχείρηση το δικαίωμα διαμόρφωσης του μαθητευόμενου, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές, ώστε να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της επιχείρησης. Πολύ συχνά, δημιουργείται ισχυρή σχέση εργασίας μεταξύ του εργαζομένου καιτου εργοδότη.[8]
Ο όρος σύγχρονος τεχνίτης χρησιμοποιείται γιανα περιγράψει τη διαδικασία δια βίου εκπαίδευσης ενός ατόμου.[9]