Χηλικοποίηση (αγγλ. chelation)[1] είναι η δημιουργία δεσμών ιόντων ή μορίων με μεταλλοϊόντα.[2]
Η λέξη έχει ως προέλευση τη«χηλή», από την αρχαία ελληνική γλώσσα, η οποία κυριολεκτικά σημαίνει «οπλή». Λ.χ. επειδή τα περισσότερα μέταλλα σε ατομική μορφή είναι τοξικά γιατον ανθρώπινο οργανισμό, είναι εφικτό στους ιστούς, τα μέταλλα σε μορφή χηλικών ενώσεων να μπορούν εύκολα, χωρίς κίνδυνο, να καταναλωθούν λ.χ. ως συμπληρώματα διατροφής με μέταλλα χηλικοποιημένα με αμινοξέα.
Τα μόρια ή ιόντα που ενώνονται μετο κεντρικό άτομο ονομάζονται «συναρμοσμένα προς» το κεντρικό άτομο και αποτελούν τους υποκαταστάτες (ligands) του κεντρικού ατόμου.[3] Έτσι αφορούν στο σχηματισμό ή την παρουσία δύο ή περισσοτέρων «κοινών δεσμών» μεταξύ μορίων ή ιόντων, σε οργανικές κατά βάση ενώσεις, που ενώνονται μετο κεντρικό άτομο και αποτελούν τους υποκαταστάτες του κεντρικού ατόμου. Στααγγλικά, αυτοί οι υποκαταστάτες ονομάζονται chelants, chelators, ή chelating agents.
Xηλισμός ονομάζεται η ίδια ηχημική αντίδρασηπου οδηγεί στο σχηματισμό κυκλικών ενώσεων, ιδιαίτερα σταθερών, μεταξύ μεταλλικών ατόμων και οργανικών μορίων.[4] Oι ενώσεις αυτές που δημιουργούνται έτσι λέγονται χηλικές. Έντονη είναι η παρουσία χηλικών ενώσεων στα νερά, π.χ. οι συμπλοκοποιητές που σχηματίζουν μετα μέταλλα χηλικές ενώσεις είναι συχνά ρυπαντές και βρίσκονται είτε στα αστικά λύματα ή στα βιομηχανικά απόβλητα (βλ. μεταλλουργεία). Οι χηλικές ενώσεις είναι υδατοδιαλυτές και συχνά αρνητικά φορτισμένες.[5]
Χηλικές ενώσεις που είναι άφθονες στη Φύση, με πολύ μεγάλη σημασία, είναι ηχλωροφύλλη[6]καιηαιμοσφαιρίνη[7]- στην πρώτη το μέταλλο είναι τομαγνήσιο (Mg), ενώ στη δεύτερη το μέταλλο ο σίδηρος (Fe).