Οχιτώνας ή χλαίνα ήταν αρχαίο ελληνικό ένδυμα. Διακρίνεται σεδωρικόκαιιωνικό ρυθμό. Ο δωρικός χιτώνας, κοινώς "χλαίνη", ήταν κυρίως ανδρικό ένδυμα, υφασμένο από μαλλί. Τον φορούσαν στον αριστερό ώμο, ενώ κούμπωνε επάνω από το δεξί ώμο με παραμάνα, αφήνοντας το δεξί μέρος του σώματος γυμνό.
Ο ιωνικός χιτώνας ήταν μακρύτερος από τον δωρικό[1]και ήταν υφασμένος από λινάρι. Ήταν μακρόστενο πανί με άνοιγμα γιατο κεφάλι. Έπεφτε και στους δύο ώμους προς τα κάτω και κουμπωνόταν δεξιά και αριστερά.
Στους ομηρικούς χρόνους, ο χιτώνας ανήκε κυρίως στην ανδρική μόδα,[1] ενώ οι γυναίκες ντύνονταν μετονπέπλο. Ο δωρικός χιτώνας έγινε και πάλι δημοφιλής κατά τονΠελοποννησιακό πόλεμο. Οι ελεύθεροι άνδρες τον φορούσαν με τρόπο τέτοιο ώστε να καλύπτει όλο το σώμα, ενώ οι σκλάβοι καιοι απλοί εργάτες τον φορούσαν "εξωμίς", αφήνοντας δηλαδή το δεξιό μπράτσο γυμνό, γιαναμην εμποδίζει την εργασία. Ο χιτώνας των εργατών, των αγροτών καιτων πολεμιστών ήταν πάντα κοντός ενώ αντιθέτως, οι ιερείς καιοι ηνίοχοι φορούσαν μακρύ χιτώνα, ο οποίος ονομαζόταν "ποδήρης".[1]
Κατά την αρχαϊκή περίοδο, ξεκίνησε η χρήση του χιτώνα και από τις γυναίκες.[1] Εκτός από τον απλό χιτώνα υπήρχε και μακρύτερος, ο λεγόμενος "διπλός", ο οποίος είχε διπλάσιο μήκος. Την ημέρα φορούνταν διπλωμένος, ενώ τη νύχτα χρησίμευε ως σκέπασμα στον ύπνο. Ο μακρύς γυναικείος χιτώνας, που ήταν μακρύτερος από τον ανδρικό, έδενε με ζώνη και σχημάτιζε δίπλωμα, τον "κόλπο", κάτω από το στήθος ή στη μέση, ανάλογα μετο ύψος που έδενε η ζώνη.
↑ 1,01,11,21,3Παπαντωνίου, Ιωάννα (2000). Η Ελληνική ενδυμασία. Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. σελ. 54. ISBN960-7059-10-7.