Η λατινική φράση de jure (από τις λατινικές λέξεις de (από) και jus-juris, της 3ης κλίσης, ουδέτερο, αφαιρετική jure (νόμος, δίκαιο), ελληνική προφορά «ντε γιούρε») σημαίνει «εκτου νόμου» ή «εκτου δικαίου». Στη νομοθεσία, συχνά σημαίνει «αυτό που επιβάλλεται από το δίκαιο ή το νόμο ή γενικά το ηθικά ορθό».[1]
Χρησιμοποιείται συχνά σε αντίθεση μετοde facto[2], το οποίο σημαίνει «κατά την πραγματικότητα», όταν γίνεται αναφορά σε θέματα νόμου, κυβέρνησης, ή καταστάσεων. Όταν χρησιμοποιείται σε νομικό περιεχόμενο, τοde jure επισημαίνει αυτό που λέει ο νόμος, ενώ τοde facto επισημαίνει εκείνο που συμβαίνει στην πράξη.[3]
1. Η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε de facto (στην πράξη) με επανάσταση αλλά, γιανα ενταχθεί στονΟργανισμό Ηνωμένων Εθνών, πρέπει να αναγνωρισθεί καιde jure (κατά το νόμο) από μερικές ακόμη χώρες.
2. Μπορεί να ζείτε χώρια από πέρυσι αλλά, όσο δεν προχωράτε στο διαζύγιο γιανα επισημοποιήσετε τον χωρισμό de jure, εξακολουθείτε να είστε παντρεμένοι και κατά συνέπεια η ερωτική σχέση σας με τρίτο πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί νομικά εναντίον σας ως «εξωσυζυγική σχέση».