Franchising ή δικαιόχρηση ονομάζεται η τεχνική της υιοθέτησης και χρήσης ενός επιτυχημένου επιχειρηματικού μοντέλου και η επονομασία κάποιου άλλου έναντι ενός αντιτίμου. Είναι το σύνολο των δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν εμπορικά σήματα και επωνυμίες, πινακίδες καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, δικαιώματα αντιγραφής τεχνογνωσίας ή διπλώματα ευρεσιτεχνίας προς εκμετάλλευση με σκοπό την μεταπώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες.[1]
Η λέξη «franchise» είναι αγγλική και γαλλική παραγωγή, από το φράγκο, που σημαίνει ελεύθερος και χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό και ως (μεταβατικό) ρήμα.
Ορισμένες μορφές δικαιόχρησης είναι οι εξής:[2]
- Franchisor (δικαιοπάροχος ή δότης) είναι η επιχείρηση η οποία δίνει την δυνατότητα έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμετάλλευσης του συστήματος franchise στους δικαιοδόχους.
- Franchisee (δικαιοδόχος ή λήπτης) είναι η επιχείρηση ή το πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του πακέτου franchise από τον δικαιοπάροχο (franchisor), με στόχο την εμπορία προϊόντων ή και παροχών υπηρεσιών.
- Franchise package ή package deal (πακέτο franchising) Πρόκειται για το σύνολο των δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας που περιλαμβάνουν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες ή διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων (π.χ. πινακίδες), πρότυπα χρήσης, σχέδια, υποδείγματα, ευρεσιτεχνία, καθώς και την απαραίτητη τεχνογνωσία προς εκμετάλλευση, που παρέχει ο δικαιοπάροχος (franchisor), στο δικαιοδόχο (franchisee), με στόχο την εμπορία συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή και παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες μέσω των franchisees.
- Franchising Δεύτερης Γενιάς ορίζεται μια μακροπρόθεσμη επιχειρηματική σχέση μεταξύ του franchisor και του franchisee, η οποία εκτός από το προϊόν, την υπηρεσία και το σήμα εξασφαλίζει και ένα business plan, μια στρατηγική marketing, κοινή επικοινωνία και έλεγχο ποιότητας.
Για τον δικαιοπάροχο, το franchise είναι μια εναλλακτική λύση για την οικοδόμηση "αλυσίδας καταστημάτων" διανομής των εμπορευμάτων που αποφεύγει τις επενδύσεις και την ευθύνη της αλυσίδας. Η επιτυχία του δικαιοπάροχου εξαρτάται από την επιτυχία των δικαιοδόχων. Ο δικαιοδόχος λέγεται ότι έχει μεγαλύτερο κίνητρο από τους άμεσα εργαζόμενους, γιατί αυτός ή αυτή έχει άμεση συμμετοχή στην επιχείρηση.
Ιστορικά, το franchising ξεκίνησε στη Γερμανία, στα μέσα του 19ου αιώνα από τον κλάδο της ζυθοποιίας, αλλά μεγαλύτερη ανάπτυξη έλαβε χώρα στις ΗΠΑ κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με γνωστή εταιρεία των fast food.[3] Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια ηγετική θέση στο franchising, μια θέση που έχει στην κατοχή της από το 1930, η θέση αυτή αναφέρεται στα εστιατόρια φαστ-φουντ ,στα πανδοχεία στα τρόφιμα και , λίγο αργότερα , στα μοτέλ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Από τότε, το franchising εξαπλώθηκε γρήγορα και στην Ευρώπη, και σήμερα αντιπροσωπεύει το 10% του λιανικού εμπορίου και έναντι 50% στις ΗΠΑ.[4] Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 5%, και αποτελείται από αλυσίδες fast food. Ο συγκεκριμένος κλάδος είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους του franchising στην Ελλάδα, όπου εδώ και χρόνια, κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 90’, οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν με συγκεκριμένο σύστημα. Η άνθηση που παρατηρείται στο franchising οφείλεται κυρίως στον έντονο ανταγωνισμό που συναντάται στις σύγχρονες αγορές, οι οποίες γεννούν την ανάγκη για συνεχείς αλλαγές στον τρόπο προβολής και διάθεσης των προϊόντων.[5][6]
Προκειμένου να υλοποιηθεί η σχέση μεταξύ δικαιοπάροχου και δικαιοδόχου και να πετύχει σωστά η συνεργασία υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν και από τις δύο πλευρές.[7]
Franchise contract (σύμβαση δικαιόχρησης): Είναι η νομική σύμβαση που υλοποιείται μεταξύ του δικαιοπάροχου (Franchisor) και του δικαιοδόχου (Franchisee), στην οποία αναλύονται με λεπτομέρεια και σαφήνεια οι όροι της συνεργασίας τους, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Ο υποψήφιος δικαιοδόχος συνήθως δεν έχει την δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους θεμελιώδεις όρους της σύμβασης, διότι το βασικό χαρακτηριστικό μιας επιχείρησης franchise είναι η καθολική ομοιομορφία στην μεταχείριση των δικαιοδόχων και όχι η παραχώρηση ιδιαίτερων διαπραγματευτικών προνομίων και ευνοϊκών συμφωνιών σε κάποιους από αυτούς. Οι συμβάσεις δικαιόχρησης (franchise contract) πρέπει να αξιολογούνται βάση του περιεχομένου τους και των ενδεχόμενων παραλείψεων τους. [8]
Business format franchising ή franchising δεύτερης γενιάς: Μια διαρκής επιχειρηματική σχέση μεταξύ του franchisor και του franchisee, η οποία εμπεριέχει το προϊόν, την υπηρεσία, το σήμα, ολόκληρο το επιχειρηματικό σύστημα- μια στρατηγική , ένα σχέδιο marketing, εγχειρίδια λειτουργίας και κανόνες, έλεγχο ποιότητας και διαρκή αμφίδρομη επικοινωνία.
Disclosure (υποχρέωση πληροφόρησης): Ο δικαιοπάροχος πρέπει να παρέχει εγγράφως σε κάθε υποψήφιο δικαιοδόχο πλήρη και ακριβής πληροφόρηση σχετικά με την εταιρική-οικονομική κατάσταση του, το επιχειρηματικό ιστορικό του, την περιγραφή της επιχείρησης η οποία είναι αντικείμενο Franchise, τη βιωσιμότητα του συστήματος, τα βασικά στοιχεία της σύμβασης Franchise, τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μελών του δικτύου, όπως αυτά προβλέπονται είτε από την νομοθεσία, είτε από τον κώδικα δεοντολογίας για το franchising. Επίσης η πληροφόρηση αυτή πρέπει να δίνεται στον υποψήφιο δικαιοδόχο πριν την υπογραφή της σχετικής σύμβασης.
Franchise commitment agreement (δεσμευτική συμφωνία στο franchise): Είναι μια γραπτή δήλωση, όπου ο δικαιοπάροχος πουλάει το franchise του στον πιθανό ιδιοκτήτη και αναφέρονται οι προθέσεις του.
Ενημερωτικός φάκελος franchise: Είναι ένα ενημερωτικό έντυπο το οποίο απευθύνεται σε υποψηφίους επενδυτές (franchisees). Ενδεικτικά ο ενημερωτικός φάκελος περιλαμβάνει:
- Γενικά στοιχεία για τον δικαιοπάροχο - franchisor.
- Εμπορική και οικονομική πορεία της επιχείρησης.
- Περιγραφή του franchise concept, των προϊόντων ή/ και υπηρεσιών.
- Το κοινό στο οποίο απευθύνεται.
- Αριθμητική και γεωγραφική ανάπτυξη, καθώς και μελλοντικοί στόχοι.
- Παρεχόμενη υποστήριξη του franchisor στον franchisee στο αρχικό στάδιο, καθώς και σε συνεχή βάση (on-going support).
- Βασικά σημεία της σύμβασης franchise.
Operation manual (εγχειρίδιο λειτουργίας): Εγχειρίδια, τα οποία δίδονται από τους franchisor προς τους franchisees, το οποίο είναι μέσα στο συνολικό πακέτο δικαιόχρησης και προσφέρει αναλυτικές οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να στήσουν και να λειτουργήσουν μια επιχείρηση με συγκεκριμένες απαιτήσεις και δεδομένα.[9]
Pilot store (Πιλοτικό κατάστημα): Το αρχικό κατάστημα (ή τα αρχικά καταστήματα), το οποίο ανήκει στο franchisor και κατά την λειτουργία του έχει εφαρμοστεί και ελεγχθεί για ικανό χρονικό διάστημα η εμπορική αποδοχή του franchise concept. Λόγω της βιωσιμότητας και της δυναμικής του καταστήματος, της δυνατότητας τυποποίησης μεθόδων και διαδικασιών, δίνεται η δυνατότητα να εφαρμοστεί και σε άλλα καταστήματα κατά παρόμοιο τρόπο.[2]
Franchise training (εκπαίδευση franchise): Είναι η εκπαίδευση που παρέχει ο franchisor στο franchisee και στους υπαλλήλους του, σχετικά με το franchise και τις μεθόδους εκμετάλλευσης του.[9]
Με τη δικαιόχρηση ο επιχειρηματίας επιτυγχάνει αποτελεσματικότερη διανομή των προϊόντων του, σε σχέση με την παραδοσιακή επιχείρηση, ταυτόχρονα όμως απολαμβάνει και την εμπορική φήμη και την τεχνογνωσία μιας μεγάλης επιχείρησης. Όταν τα καταστήματα λειτουργούν με οργανωμένα συστήματα δικαιόχρησης, επιβιώνουν περισσότερα χρόνια από τα υπόλοιπα ανεξάρτητα καταστήματα. Με το franchising πραγματοποιείται τάση συγκέντρωσης των επιχειρήσεων σε μεγαλύτερες και δυναμικότερες αποκεντρωμένες ομάδες. Ιδρύει δυναμικά εμπορικά σήματα, απασχόληση, διαβιβάζει τεχνογνωσία, επιτυγχάνει οικονομίες κλίμακας και καθιερώνει στην αγορά υψηλά standards.[10] Ουσιαστικά, και από την άποψη της διανομής, ο δικαιοπάροχος είναι προμηθευτής ο οποίος επιτρέπει σε ένα χειριστή, ή ένα franchisee, να χρησιμοποιεί το εμπορικό σήμα του προμηθευτή και διανομής των εμπορευμάτων του προμηθευτή. Σε αντάλλαγμα, ο ανάδοχος καταβάλλει στον προμηθευτή ένα τέλος.
Στην Ελλάδα το franchise εφαρμόζεται κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έχει παρατηρηθεί δυναμικότερη διαρθρωτική αλλαγή στο λιανεμπόριο και στις υπηρεσίες αλλά επεκτείνεται με υψηλούς ρυθμούς με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Εκτός αυτού, ένα μεγάλο ποσοστό των συστημάτων δικαιόχρησης είναι ελληνικής προέλευσης και ιδιοκτησίας.
Υπάρχουν τέσσερις σημαντικές πληρωμές μεταξύ δικαιοπάροχους και δικαιοδόχου:[11]
- Τέλη δικαιοδόχου
- Ετήσιο τέλος ανανέωσης σύμβασης
- Entry fee
- Συνεχή δικαιώματα
Franchise fee (τέλη δικαιοδόχου): Ο συνήθης τρόπος με ον οποίο ο δικαιοπάροχος (franchisor) παίρνει την συνεχή αμοιβή του από τον δικαιοδόχο (franchisee), είναι με την μορφή ενός ποσοστού επί του τζίρου του δεύτερου. Ο άλλος τρόπος είναι μέσω μιας επιβάρυνσης επί των τιμών των προϊόντων ή των υπηρεσιών που παρέχει ο δικαιοπάροχος στον δικαιοδόχο. Το ποσοστό της αμοιβής διαφέρει σημαντικά από Franchisee σε Franchisee και πρέπει να αντανακλά το επίπεδο των υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο δικαιοδόχο και επί πλέον να αντιπροσωπεύει την απόδοση της αξίας χρήματος του.
Annual renewal fee (ετήσιο τέλος ανανέωσης σύμβασης): Η σύμβαση franchise, η οποία παρέχεται από τον δικαιοπάροχο μπορεί να έχει διάρκεια μόνο ενός έτους και ο δικαιοδόχος να έχει το δικαίωμα αυτόματης ανανέωσης της στο τέλος αυτής της περιόδου, με την καταβολή του ετήσιου τέλους ανανέωσης σύμβασης (Annual renewal fee). Η χρέωση αυτής της αμοιβής ή οποιασδήποτε άλλης αμοιβής ανανέωσης δεν είναι πάγια τακτική και αυτού του είδους οι επιβολές σπανίως αναφέρονται στις συμβάσεις.
Entry fee ή initial franchise fee: Είναι το εφ' άπαξ ποσό που πληρώνει ο franchisee στον franchisor με την υπογραφεί της σύμβασης franchise, για την ένταξη στο δίκτυο franchise. Το entry fee αντιπροσωπεύει τις δαπάνες για: Ανάπτυξη, μεταφερόμενη τεχνογνωσία (know-how), δικαιώματα εμπορικής χρήσης σήματος, την καλή φήμη και πελατεία (goodwill), αρχικά στάδια (παροχή εγχειριδίων, αρχική εκπαίδευση, οργάνωση καταστήματος).
Royalties ή continuing fees (συνεχή δικαιώματα): Χρηματικά ποσά τα οποία καταβάλει ο franchisee (δικαιοδόχος) στον franchisee (δικαιοπάροχος) σε τακτά χρονικά διαστήματα καθ' όλη την διάρκεια της σύμβασης. Οι καταβολές αυτές αντισταθμίζουν τη συνεχή υποστήριξη του franchisor στον franchisee ή τη συνεχή ανανέωση, εξέλιξη και προσαρμογή της τεχνογνωσίας ή αντιστοιχούν στη διαρκή ή περιοδικά επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση.
Από το 2005, υπήρχαν στις Ηνωμένες Πολιτείες 909.253 εγκατεστημένες επιχειρήσεις franchise, δημιουργώντας 880.900.000.000 δολάρια της παραγωγής και αντιπροσωπεύουν 8,1 τοις εκατό του συνόλου των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, μη - αγροτικό. Αυτό ισοδυναμεί με 11 εκατομμύρια θέσεις εργασίας , και 4,4 τοις εκατό του συνόλου της παραγωγής του ιδιωτικού τομέα. Παρακάτω παραθέτονται οι καταταγμένες σε πίνακα κορυφαίες franchise επιχειρήσεις στην Αμερική για το έτος του 2014. [12]
- Hampton Hotels | κόστος εκκίνησης $4M -14M.
- Anytime Fitness | κόστος εκκίνησης $79K – 371K
- Subway | κόστος εκκίνησης $117K – 263K
- Jack in the Box | κόστος εκκίνησης $1M – 2M
- Supercuts| κόστος εκκίνησης $114K – 234K
- Jimmy John’s Gourmet Sandwiches | κόστος εκκίνησης $331K - $520K
- Servpro | κόστος εκκίνησης $139K – 187K
- Denny’s Inc| κόστος εκκίνησης $1M – 3M
- Pizza Hut Inc.| κόστος εκκίνησης $297K – 2M
- 7-Elements Inc.| κόστος εκκίνησης $37K -2M
Οι μεσαίου μεγέθους franchises επιχειρήσεις όπως εστιατόρια, πρατήρια βενζίνης και σταθμοί φορτηγών είναι σημαντικές επενδύσεις και απαιτούν την προσοχή όλων των επιχειρηματιών.
Υπάρχουν επίσης μεγάλες franchises επιχειρήσεις όπως ξενοδοχεία, ιαματικά λουτρά και τα νοσοκομεία, τα οποία συζητούνται περαιτέρω κάτω από τεχνολογικές συνεργασίες.
Τριάντα τρεις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας, έχουν νόμους που ρυθμίζουν ρητά το franchising, με την πλειοψηφία όλων των άλλων χωρών που έχουν νόμους που έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο franchising.
- ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 330/2010[13] ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 20ής Απριλίου 2010 για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών
- Ν. 703/77[14]«περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού»
- Ν. 146/1914[5] «περί αθεμίτου ανταγωνισμού»
- Π.Δ. 219/91[15] «περί εμπορικών αντιπροσώπων»
- Ν. 2239/94[16]«περί σημάτων»,
- Αστικού Κώδικα 174 "Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. "
- Αστικού Κώδικα 178 "Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. "
- Αστικού Κώδικα 179 "Άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή."
- Αστικού Κώδικα 371 "Αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο. "
- Αστικού Κώδικα 372 "Σύμβαση, στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλομένους, είναι άκυρη."[17]