muzzle

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 18:25, 27 Νοεμβρίου 2011 από τたうοおみくろんνにゅー Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (ενημέρωση τたうωおめがνにゅー interwikis, προσθήκη tl)
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

muzzle (en)

  1. ηいーた μουσούδα (τたうοおみくろん τμήμα τたうοおみくろんυうぷしろん κεφαλιού ζώων, στόμα κかっぱαあるふぁιいおた μύτη, πぱいοおみくろんυうぷしろん προεξέχει)
  2. τたうοおみくろん φίμωτρο

Ρήμα

muzzle (en)