cry out

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 23:19, 24 Οκτωβρίου 2022 από τたうηいーたνにゅー Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (verb.marry. full stops. Συντήρηση - inflection tables - τοποθέτηση πινάκων)
(δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.) | Νεότερη αναθεώρηση (δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.)
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας cry out
γ΄ ενικό ενεστώτα cries out
αόριστος cried out
παθητική μετοχή cried out
ενεργητική μετοχή crying out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cry out < → δείτε τις λέξεις cry κかっぱαあるふぁιいおた out

cry out (en)