fertile

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 16:06, 9 Μαρτίου 2024 από τたうοおみくろんνにゅー Texniths (συζήτηση | συνεισφορές)
(δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.) | Νεότερη αναθεώρηση (δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.)
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

fertile (en)

a fertile land
a woman is fertile for a few days a month
a fertile mind

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fertile < λατινική fertilem

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fertile fertiles

fertile (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]