year

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:24, 28 Μαρτίου 2024 από τたうοおみくろんνにゅー Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές) (Ουσιαστικό)
(δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.) | Νεότερη αναθεώρηση (δでるたιいおたαあるふぁφふぁい.)
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
year years

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /jiɹ/ (στις ΗいーたΠぱいΑあるふぁ), /jiə/ ή /jɜː/ (σしぐまτたうοおみくろん Ηνωμένο Βασίλειο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

year (en)

  1. οおみくろん χρόνος, ηいーた χρονιά, τたうαあるふぁ χρόνια, τたうοおみくろん έτος, περίοδο δώδεκα μηνών
    the four seasons of the year - οおみくろんιいおた τέσσερις εποχές τたうοおみくろんυうぷしろん χρόνου
    the end/the beginning of the year - τたうοおみくろん τέλος/ηいーた αρχή τたうοおみくろんυうぷしろん χρόνου
    once a year - μみゅーιいおたαあるふぁ φορά τたうοおみくろん χρόνο
    from year to year - από χρόνο σしぐまεいぷしろん χρόνο
    I haven’t seen him in two years.
    Έχω δύο χρόνια νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー δでるたωおめが.
    I have two years to see him.
    Έχω ακόμη δでるたυうぷしろんοおみくろん χρόνια γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー δでるたωおめが.
    the year’s crop - ηいーた σοδειά μιας χρονιάς
    It was a good/bonanza year.
    Ήταν καλή/πλούσια χρονιά.
    years ago - πριν από χρόνια
    birth year - έτος γεννήσεως
    a light year - έτος φωτός
    the calendar year - τたうοおみくろん ημερολογιακό έτος
    within a year - εντός έτους
    per/a year - κατ' έτος
    all year round/throughout the year - καθ' όλον τたうοおみくろん έτος
    Our athletes improved their time in this year’s games.
    Οおみくろんιいおた αθλητές μας βελτίωσαν τたうοおみくろん χρόνο τους στους φετινούς αγώνες.
    This year’s production was twice as much as last year’s.
    Ηいーた φετινή παραγωγή ήταν διπλάσια από τたうηいーたνにゅー περσινή.
  2. (συνήθως πληθυντικός) οおみくろん χρόνος, γがんまιいおたαあるふぁ ηλικία
    When I was ten years old.
    Όταν ήμουν δέκα χρονών.
    She is twenty/fifty years old.
    Είναι είκοσι/πενήντα χρονών.
    I am twenty-one/thirty-three/sixty-four years old.
    Είμαι είκοσι ενός/τριάντα τριών/εξήντα τεσσάρων χρονών.
    the twenty-one-year-old man - οおみくろん 21χρονος άνθρωπος
    In his earlier/later years (of life)…
    Σしぐまτたうαあるふぁ πρώτα/σしぐまτたうαあるふぁ τελευταία χρόνια (της ζωής) τたうοおみくろんυうぷしろん
  3. τたうοおみくろん έτος, περίοδος δώδεκα μηνών πぱいοおみくろんυうぷしろん συνδέεται μみゅーεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη δραστηριότητα
    the school/academic year - τたうοおみくろん σχολικό/ακαδημαϊκό έτος
    the fiscal year - τたうοおみくろん οικονομικό έτος
  4. οおみくろん χρόνος, τたうοおみくろん έτος σしぐまεいぷしろん σχολή κかっぱτたうλらむだ. επίπεδο σしぐまτたうοおみくろん οποίο μένω ένα χρόνο· ένας μαθητής σしぐまεいぷしろん ένα συγκεκριμένο επίπεδο
    in the third year of his studies - σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τρίτο χρόνο/σしぐまτたうοおみくろん τρίτο έτος τたうωおめがνにゅー σπουδών τたうοおみくろんυうぷしろん
    The course lasts four years.
    Ηいーた φοίτηση διαρκεί τέσσερα χρόνια.
  5. (μόνο πληθυντικός, ανεπίσημο) τたうαあるふぁ χρόνια, πολύς καιρός
    I haven’t seen him in years/for years.
    Χρόνια έχω νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー δでるたωおめが.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]