dura

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Ηいーた εκτυπώσιμη έκδοση δでるたεいぷしろんνにゅー υποστηρίζεται πλέον κかっぱαあるふぁιいおた μπορεί νにゅーαあるふぁ έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας κかっぱαあるふぁιいおた παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά τたうηいーたνにゅー προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας.

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό duro duri
θηλυκό dura dure

dura (it)