pedo
Μετάβαση
Ίντο (io)
Ουσιαστικό
pedo (io)
τ ο (ανθρώπινο) πόδι
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- pedo < pes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Ουσιαστικό
pedo αρσενικό
- υστερολατινική πεζικάριος
Κλίση
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pedo | pedonēs |
γενική | pedonis | pedonum |
δοτική | pedonī | pedonibus |
αιτιατική | pedonem | pedonēs |
κλητική | pedo | pedonēs |
αφαιρετική | pedone | pedonibus |