çubuk
Μετάβαση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- çubuk < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چبوق (çibuk, çıbuk, çubuk) < παλαιά τουρκική çıpık < πρωτοτουρκική *čɨ̄p (κλαδί).
Σ τ ο ν Μπαμπινιώτη[1] προέλευσης απότ η μέση περσική 𐭰𐭥𐭯𐭪 (čōbag, ραβδί, βέργα).
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]çubuk (tr) (πληθυντικός çubuklar)
- βέργα, ράβδος ραβδί
- κλαρί, κλαδί
- οριζόντια ράβδος
σ ε κατάρτι, διαχωριστική οριζόντια μπάρα (κ α ι μ ε οικιστική σημασία)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- Çubuk (τοπωνύμιο)
- çubuklu, Çubuklu
- çubuksuz
- çubuklu sarmal galaksi (ραβδωτός σπειροειδής γαλαξίας)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α οθωμανικά τουρκικά (τουρκικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α παλαιά τουρκικά (τουρκικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοτουρκική (τουρκικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η μέση περσική (τουρκικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (τουρκικά) - Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)