άρτος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | άρτος | άρτ | ||
γενική | άρτ |
άρτ | ||
αιτιατική | άρτ |
τους | άρτους | |
κλητική | άρτ |
άρτ | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρτος < αρχαία ελληνική ἄρτος < ἀραρίσκω ή ἀρτύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρτος αρσενικό
τ ο ψωμί- εκκλησιαστικοί όροι:
ο ι πέντε άρτοι (σ τ ο ν πληθυντικό),γ ι α τους άρτους της αρτοκλασίαςο άρτος της θείας κοινωνίαςπ ο υ δίνεται συνήθως όταν κάποιος μεταλαμβάνει
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πρατήριο άρτου : κατάστημα
π ο υ δ ε ν παρασκευάζει ψωμί, αλλά είναι σημείο μεταπώλησης ψωμιού, κουλουριών, γενικά αρτοπαρασκευασμάτωνκ α ι αρτοσκευασμάτων - άρτον
κ α ι θεάματα : υποτιμητική φράσηγ ι α τ η ν εξουσίαπ ο υ παρείχε άλλοτε δημόσια θεάματακ α ι σιτηράσ τ ο λαόγ ι α ν α τ ο υ αποσπάτ η ν προσοχή από σοβαρά ζητήμαρα ήν α τ ο ν κατευνάζει,κ α ι π ο υ κατέληξε όμωςν α χρησιμοποιείται υποτιμητικάκ α ι γ ι α τ ο λαό (ο κόσμος θέλει άρτοκ α ι θεάματα) τ ο ν άρτον ημώντ ο ν επιούσιον (απότ η ν Κυριακή προσευχή)- βγάζουμε/πάμε
γ ι α τ ο ν επιούσιο (εννοείται άρτο):δ ε ν πλουτίζουμε, καλύπτουμε τις απαραίτητες ανάγκες,τ η ν επιβίωση
Σύνθετα
[επεξεργασία]- αρτοβιομηχανία
- αρτοβιομήχανος
- αρτοποιός
- αρτοποιία
- αρτοποιείο
- αρτοπωλείο
- αρτοπαρασκεύασμα
- αρτοκλασία
- αρτοκοπείον μεσαιωνικη λέξη
γ ι α τ ο αρτοπωλείο - αρτόδεντρο
- αρτεργάτης
- αρτοζαχαροπλάστης
- αρτοζαχαροπλαστείο
- αρτοπαρασκευαστής
- αρτοπώλης
- αρτοπώλισσα
α ρ τ ο -