άρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん άρτος οおみくろんιいおた άρτοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん άρτοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー άρτωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー άρτοおみくろん τους άρτους
     κλητική άρτεいぷしろん άρτοおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άρτος < αρχαία ελληνική ἄρτος < ἀραρίσκω ή ἀρτύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άρτος αρσενικό

  1. τたうοおみくろん ψωμί
  2. εκκλησιαστικοί όροι:
    • οおみくろんιいおた πέντε άρτοι (σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό), γがんまιいおたαあるふぁ τους άρτους της αρτοκλασίας
    • οおみくろん άρτος της θείας κοινωνίας πぱいοおみくろんυうぷしろん δίνεται συνήθως όταν κάποιος μεταλαμβάνει

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • πρατήριο άρτου : κατάστημα πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー παρασκευάζει ψωμί, αλλά είναι σημείο μεταπώλησης ψωμιού, κουλουριών, γενικά αρτοπαρασκευασμάτων κかっぱαあるふぁιいおた αρτοσκευασμάτων
  • άρτον κかっぱαあるふぁιいおた θεάματα : υποτιμητική φράση γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー εξουσία πぱいοおみくろんυうぷしろん παρείχε άλλοτε δημόσια θεάματα κかっぱαあるふぁιいおた σιτηρά σしぐまτたうοおみくろん λαό γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんυうぷしろん αποσπά τたうηいーたνにゅー προσοχή από σοβαρά ζητήμαρα ή νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー κατευνάζει, κかっぱαあるふぁιいおた πぱいοおみくろんυうぷしろん κατέληξε όμως νにゅーαあるふぁ χρησιμοποιείται υποτιμητικά κかっぱαあるふぁιいおた γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん λαό (οおみくろん κόσμος θέλει άρτο κかっぱαあるふぁιいおた θεάματα)
  • τたうοおみくろんνにゅー άρτον ημών τたうοおみくろんνにゅー επιούσιον (από τたうηいーたνにゅー Κυριακή προσευχή)
  • βγάζουμε/πάμε γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー επιούσιο (εννοείται άρτο): δでるたεいぷしろんνにゅー πλουτίζουμε, καλύπτουμε τις απαραίτητες ανάγκες, τたうηいーたνにゅー επιβίωση

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]