αγιογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγιογραφώ < αあるふぁγがんまιいおたοおみくろん- + -γραφώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a.ʝi.o.ɣɾaˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αあるふぁγがんまιいおたοおみくろん‐γρα‐φώ
τονικό παρώνυμο: αγιογράφο

αγιογραφώ, αόρ.: αγιογράφησα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: αγιογραφούμαι, πぱい.αόρ.: αγιογραφήθηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: αγιογραφημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]