αμβλύνομαι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αμβλύνομαι
- παθητική φωνή
τ ο υ ρήματος αμβλύνω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
αμβλύνομαι | αμβλυνόμουν( |
αμβλυνόμενος | ||||
αμβλύνεσαι | αμβλυνόσουν( |
(αμβλύνου) | ||||
αμβλύνεται | αμβλυνόταν( |
|||||
αμβλυνόμαστε | αμβλυνόμαστε αμβλυνόμασταν |
|||||
αμβλύνεστε | αμβλυνόσαστε αμβλυνόσασταν |
(αμβλύνεστε) | ||||
αμβλύνονται | αμβλύνονταν αμβλυνόντουσαν |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
αμβλύνθηκα | αμβλυνθεί | |||||
αμβλύνθηκες | αμβλύνσου | |||||
αμβλύνθηκε | ||||||
αμβλυνθήκαμε | ||||||
αμβλυνθήκατε | αμβλυνθείτε | |||||
αμβλύνθηκαν αμβλυνθήκαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
έχω αμβλυνθεί | είχα αμβλυνθεί | |||||
έχεις αμβλυνθεί | είχες αμβλυνθεί | |||||
έχει αμβλυνθεί | είχε αμβλυνθεί | |||||
έχουμε αμβλυνθεί | είχαμε αμβλυνθεί | |||||
έχετε αμβλυνθεί | είχατε αμβλυνθεί | |||||
έχουν αμβλυνθεί | είχαν αμβλυνθεί |