απαλύνω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαλύνω < αρχαία ελληνική ἁπαλύνω < ἁπαλός
Ρήμα
[επεξεργασία]απαλύνω (παθητική φωνή: απαλύνομαι)
- κάνω κάτι (
π ι ο ) απαλό - μειώνω
τ η ν οξύτητα ήτ η ν ένταση περιορίζοντας έτσι τις αρνητικές συνέπειες από κάτι- ≈ συνώνυμα: αμβλύνω, ανακουφίζω, ελαφρύνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, μετριάζω
- ≠ αντώνυμα: οξύνω
- εξομαλύνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απάλυνση
- απαλυντικά
- απαλυντικός
- → δείτε
τ η λέξη απαλός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
απαλύνω | απάλυνα | απαλύνοντας | ||||
απαλύνεις | απάλυνες | απάλυνε | ||||
απαλύνει | απάλυνε | |||||
απαλύνουμε | απαλύναμε | |||||
απαλύνετε | απαλύνατε | απαλύνετε | ||||
απαλύνουν( |
απάλυναν απαλύναν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
απάλυνα | απαλύνει | |||||
απάλυνες | απάλυνε | |||||
απάλυνε | ||||||
απαλύναμε | ||||||
απαλύνατε | απαλύντε | |||||
απάλυναν απαλύναν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω απαλύνει | είχα απαλύνει | |||||
έχεις απαλύνει | είχες απαλύνει | |||||
έχει απαλύνει | είχε απαλύνει | |||||
έχουμε απαλύνει | είχαμε απαλύνει | |||||
έχετε απαλύνει | είχατε απαλύνει | |||||
έχουν απαλύνει | είχαν απαλύνει |
|