αργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた αργίαあるふぁ οおみくろんιいおた αργίες
      γενική της αργίας τたうωおめがνにゅー αあるふぁρろーγがんまιいおたών
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー αργίαあるふぁ τις αργίες
     κλητική αργίαあるふぁ αργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αργία < αρχαία ελληνική ἀργός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αργία θηλυκό

  1. οおみくろん χρόνος κατά τたうοおみくろんνにゅー οποίο διακόπτεται ηいーた εργασία κυρίως εξαιτίας κάποιας γιορτής ή ενός σημαντικού γεγονότος
    ηいーた Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίας γがんまιいおたαあるふぁ τους εργαζόμενους
  2. ηいーた έλλειψη εργασίας ή απασχόλησης
    εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες είναι καταδικασμένοι σしぐまεいぷしろん αναγκαστική αργία
  3. ηいーた πειθαρχική ποινή παύσης εργασίας, πぱいοおみくろんυうぷしろん επιβάλλεται σしぐまεいぷしろん δημόσιους υπαλλήλους, στρατιωτικούς κかっぱαあるふぁιいおた κληρικούς γがんまιいおたαあるふぁ κάποιο παράπτωμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • αργία μήτηρ πάσης κακίας: από τたうηいーたνにゅー απραξία κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー τεμπελιά προέρχονται πολλά δεινά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

1

2

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]