αργία
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | αργί |
αργίες | ||
γενική | της | αργίας | ||
αιτιατική | αργί |
τις | αργίες | |
κλητική | αργί |
αργίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αργία < αρχαία ελληνική ἀργός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αργία θηλυκό
ο χρόνος κατάτ ο ν οποίο διακόπτεταιη εργασία κυρίως εξαιτίας κάποιας γιορτής ή ενός σημαντικού γεγονότοςη Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίαςγ ι α τους εργαζόμενους
η έλλειψη εργασίας ή απασχόλησης- εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες είναι καταδικασμένοι
σ ε αναγκαστική αργία
- εξαιτίας της ανεργίας πολλοί εργάτες είναι καταδικασμένοι
η πειθαρχική ποινή παύσης εργασίας,π ο υ επιβάλλεταισ ε δημόσιους υπαλλήλους, στρατιωτικούςκ α ι κληρικούςγ ι α κάποιο παράπτωμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αργία μήτηρ πάσης κακίας: από
τ η ν απραξίακ α ι τ η ν τεμπελιά προέρχονται πολλά δεινά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]1
2