γεωργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γεωργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた γεωργίαあるふぁ οおみくろんιいおた γεωργίες
      γενική της γεωργίας τたうωおめがνにゅー γεωργιών
    αιτιατική τたうηいーた γεωργίαあるふぁ τις γεωργίες
     κλητική γεωργίαあるふぁ γεωργίες
Σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό χρησιμοποιείται σπάνια.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεωργία < αρχαία ελληνική γεωργία < γεωργός < γがんま + ἔργον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεωργία θηλυκό

  1. τたうοおみくろん σύνολο τたうωおめがνにゅー εργασιών πぱいοおみくろんυうぷしろん αφορούν σしぐまτたうηいーたνにゅー καλλιέργεια φυτών μみゅーεいぷしろん σκοπό τたうηいーたνにゅー παραγωγή τροφίμων ή άλλων αγαθών
    ηいーた γεωργία, όπως κかっぱαあるふぁιいおた ηいーた κτηνοτροφία κかっぱαあるふぁιいおた ηいーた αλιεία ανήκουν σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πρωτογενή τομέα της οικονομίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]