διανέμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαμένω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διανέμω < αρχαία ελληνική διανέμω < δでるたιいおたαあるふぁ- + νέμω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ði.aˈne.mo/ & /ðʝaˈne.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δでるたιいおたαあるふぁ‐νέ‐μみゅーωおめが

διανέμω, πぱいρろーτたう.: διένεμα, αόρ.: διένειμα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: διανέμομαι, πぱい.αόρ.: διανεμήθηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: διανεμημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τις λέξεις διά κかっぱαあるふぁιいおた νέμω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διανέμω < δでるたιいおたαあるふぁ- + νέμω

ζητούμενο λήμμα