εγκληματίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん/ηいーた εγκληματίας οおみくろんιいおた εγκληματίες
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん/της εγκληματίαあるふぁ τたうωおめがνにゅー εγκληματιών
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー/τたうηいーたνにゅー εγκληματίαあるふぁ τους/τις εγκληματίες
     κλητική εγκληματίαあるふぁ εγκληματίες
Σしぐまτたうηいーた γενική ενικού γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σしぐまεいぷしろん -ας.
Γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー αστάθεια τύπων της γενικής ενικού τたうοおみくろんυうぷしろん θηλυκού,
δείτε τたうαあるふぁ σχόλια σしぐまτたうοおみくろん Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκληματίας < (έγκλημα) εγκληματ- + -ίας[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /eŋ.ɡli.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろん‐γκλη‐μみゅーαあるふぁ‐τί‐ας
παλιότερος συλλαβισμός: εいぷしろんγがんま‐κλη‐μみゅーαあるふぁ‐τί‐ας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εγκληματίας αρσενικό ή θηλυκό

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει αποδεδειγμένα διαπράξει έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
  2. (μεταφορικά, σしぐまεいぷしろん σχήμα υπερβολής) πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει κάνει κάτι ηθικά απαράδεκτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί Όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. εγκληματίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας