εκτυπώνω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτυπώνω < αρχαία ελληνική ἐκτυπόω / ἐκτυπῶ ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική print)
Ρήμα
[επεξεργασία]εκτυπώνω (παθητική φωνή: εκτυπώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεκτύπωτος
- εκτυπωμένος
- εκτύπωση
- εκτυπωτής
- εκτυπωτικός
- → δείτε τις λέξεις
ε κ , τυπώνωκ α ι τύπος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
εκτυπώνω | εκτύπωνα | εκτυπώνοντας | ||||
εκτυπώνεις | εκτύπωνες | εκτύπωνε | ||||
εκτυπώνει | εκτύπωνε | |||||
εκτυπώνουμε | εκτυπώναμε | |||||
εκτυπώνετε | εκτυπώνατε | εκτυπώνετε | ||||
εκτυπώνουν( |
εκτύπωναν εκτυπώναν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
εκτύπωσα | εκτυπώσει | |||||
εκτύπωσες | εκτύπωσε | |||||
εκτύπωσε | ||||||
εκτυπώσαμε | ||||||
εκτυπώσατε | εκτυπώστε | |||||
εκτύπωσαν εκτυπώσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω εκτυπώσει | είχα εκτυπώσει | |||||
έχεις εκτυπώσει | είχες εκτυπώσει | |||||
έχει εκτυπώσει | είχε εκτυπώσει | |||||
έχουμε εκτυπώσει | είχαμε εκτυπώσει | |||||
έχετε εκτυπώσει | είχατε εκτυπώσει | |||||
έχουν εκτυπώσει | είχαν εκτυπώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
εκτυπώνομαι | εκτυπωνόμουν( |
|||||
εκτυπώνεσαι | εκτυπωνόσουν( |
(εκτυπώνου) | ||||
εκτυπώνεται | εκτυπωνόταν( |
|||||
εκτυπωνόμαστε | εκτυπωνόμαστε εκτυπωνόμασταν |
|||||
εκτυπώνεστε | εκτυπωνόσαστε εκτυπωνόσασταν |
(εκτυπώνεστε) | ||||
εκτυπώνονται | εκτυπώνονταν εκτυπωνόντουσαν |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
εκτυπώθηκα | εκτυπωθεί | |||||
εκτυπώθηκες | εκτυπώσου | |||||
εκτυπώθηκε | ||||||
εκτυπωθήκαμε | ||||||
εκτυπωθήκατε | εκτυπωθείτε | |||||
εκτυπώθηκαν εκτυπωθήκαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
έχω εκτυπωθεί | είχα εκτυπωθεί | εκτυπωμένος | ||||
έχεις εκτυπωθεί | είχες εκτυπωθεί | |||||
έχει εκτυπωθεί | είχε εκτυπωθεί | |||||
έχουμε εκτυπωθεί | είχαμε εκτυπωθεί | |||||
έχετε εκτυπωθεί | είχατε εκτυπωθεί | |||||
έχουν εκτυπωθεί | είχαν εκτυπωθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Σημασιολογικά δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο «δηλώνω» - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ρήματα
σ ε -ώνω