εμποτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμποτίζω < (εいぷしろんνにゅー-) εいぷしろんμみゅー- + ποτίζω < αρχαία ελληνική ποτίζω < πότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₃- (πίνω) (μεταφραστικό δάνειο από τたうηいーた γαλλική imbiber)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /em.boˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろん‐μπο‐τί‐ζぜーたωおめが
παλιότερος συλλαβισμός: εいぷしろんμみゅーπぱいοおみくろん‐τί‐ζぜーたωおめが

εμποτίζω, αόρ.: εμπότισα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: εμποτίζομαι, πぱい.αόρ.: εμποτίσθηκα/εμποτίστηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: εμποτισμένος

  1. (κυριολεκτικά) μουσκεύω κάτι ως τたうοおみくろん εσωτερικό τたうοおみくろんυうぷしろん
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω κάποιον μみゅーεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ιδέα, ένα συναίσθημα κかっぱ.λらむだπぱい., μέχρι νにゅーαあるふぁ τたうαあるふぁ ενστερνιστεί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. εμποτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας