επαληθεύω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαληθεύω < αρχαία ελληνική ἐπαληθεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vérifier)
Ρήμα
[επεξεργασία]επαληθεύω (παθητική φωνή: επαληθεύομαι)
- αποδεικνύω μετά από έλεγχο
τ η ν αλήθεια ενός ισχυρισμού ή συμπεράσματος - ελέγχω
μ ε μ ι α συγκεκριμένη διαδικασίαα ν τ ο αποτέλεσμα μιας μαθηματικής πράξης είναι σωστό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επαληθευμένος
- επαλήθευση
- επαληθεύσιμος
- επαληθευτικός
- → δείτε
τ η λέξη αλήθεια
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
επαληθεύω | επαλήθευα | επαληθεύοντας | ||||
επαληθεύεις | επαλήθευες | επαλήθευε | ||||
επαληθεύει | επαλήθευε | |||||
επαληθεύουμε | επαληθεύαμε | |||||
επαληθεύετε | επαληθεύατε | επαληθεύετε | ||||
επαληθεύουν( |
επαλήθευαν επαληθεύαν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
επαλήθευσα | επαληθεύσει | |||||
επαλήθευσες | επαλήθευσε | |||||
επαλήθευσε | ||||||
επαληθεύσαμε | ||||||
επαληθεύσατε | επαληθεύστε | |||||
επαλήθευσαν επαληθεύσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω επαληθεύσει | είχα επαληθεύσει | |||||
έχεις επαληθεύσει | είχες επαληθεύσει | |||||
έχει επαληθεύσει | είχε επαληθεύσει | |||||
έχουμε επαληθεύσει | είχαμε επαληθεύσει | |||||
έχετε επαληθεύσει | είχατε επαληθεύσει | |||||
έχουν επαληθεύσει | είχαν επαληθεύσει |
|