καταστρατήγηση
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | καταστρατήγησ |
καταστρατηγήσεις | ||
γενική | της | καταστρατήγησης* | καταστρατηγήσ | |
αιτιατική | καταστρατήγησ |
τις | καταστρατηγήσεις | |
κλητική | καταστρατήγησ |
καταστρατηγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστρατηγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταστρατήγηση < (καθαρεύουσα) καταστρατήγη(σις) + -
σ η < (ελληνιστική κοινή) καταστρατηγέω <κ α τ α - →κ α ι δείτετ η λέξη στρατηγός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταστρατήγηση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταστρατήγηση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- καταστρατήγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - καταστρατήγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)