κατατρόπωση
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | κατατρόπωσ |
κατατροπώσεις | ||
γενική | της | κατατρόπωσης* | κατατροπώσ | |
αιτιατική | κατατρόπωσ |
τις | κατατροπώσεις | |
κλητική | κατατρόπωσ |
κατατροπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατροπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατατρόπωση < μεσαιωνική ελληνική κατατρόπωσις < ελληνιστική κοινή κατατροπόω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατατρόπωση θηλυκό
η διαδικασία ήτ ο αποτέλεσματ ο υ κατατροπώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατατρόπωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δύναμη' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)