κλητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλητεύω < αρχαία ελληνική κλητεύω

κλητεύω

  • καλώ επίσημα κάποιον νにゅーαあるふぁ καταθέσει σしぐまεいぷしろん δίκη, τたうοおみくろんυうぷしろん επιδίδω κλήτευση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]