κουφάλα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | κουφάλ |
κουφάλες | ||
γενική | της | κουφάλας | κουφαλών | |
αιτιατική | κουφάλ |
τις | κουφάλες | |
κλητική | κουφάλ |
κουφάλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουφάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφάλα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /kuˈfa.la/- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐φά‐
λ α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουφάλα θηλυκό
- κοίλωμα
π ο υ σχηματίζεταισ ε κορμό δέντρου - (μεταφορικά) τρύπα
σ ε δόντι - (κακόσημο, υβριστικό) μέτριος υβριστικός χαρακτηρισμός
- (
κ α τ ’ επέκταση, μεταφορικά) καταφερτζής, άτομοπ ο υ βρίσκει τρόπουςν α ξεφεύγει από κακοτοπιές
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κούφιος
- κουφός
- κωφός
- κωφάλαλος
- κουφαίνω
- Κουφάλα (τοπωνύμιο)
- κουφαλιάζω
- κουφαλιασμένος
- κούφος
- κουφότητα
- κουφώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρύπα δέντρου
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κουφάλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'σοφία' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κακόσημες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)