κουφάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κουφάλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた κουφάλαあるふぁ οおみくろんιいおた κουφάλες
      γενική της κουφάλας τたうωおめがνにゅー κουφαλών
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー κουφάλαあるふぁ τις κουφάλες
     κλητική κουφάλαあるふぁ κουφάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουφάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφάλα[1]
Κουκουβάγια μέσα σしぐまεいぷしろん κουφάλα δέντρου.
Κουφάλα δοντιού.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kuˈfa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐φά‐λらむだαあるふぁ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουφάλα θηλυκό

  1. κοίλωμα πぱいοおみくろんυうぷしろん σχηματίζεται σしぐまεいぷしろん κορμό δέντρου
  2. (μεταφορικά) τρύπα σしぐまεいぷしろん δόντι
  3. (κακόσημο, υβριστικό) μέτριος υβριστικός χαρακτηρισμός
  4. (κかっぱαあるふぁτたう’ επέκταση, μεταφορικά) καταφερτζής, άτομο πぱいοおみくろんυうぷしろん βρίσκει τρόπους νにゅーαあるふぁ ξεφεύγει από κακοτοπιές

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κουφάλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας