λευκοσίδηρος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | λευκοσίδηρος | λευκοσίδηρ | ||
γενική | λευκοσίδηρ & λευκοσιδήρ |
λευκοσίδηρ & λευκοσιδήρ | ||
αιτιατική | λευκοσίδηρ |
τους | λευκοσίδηρους & λευκοσιδήρους | |
κλητική | λευκοσίδηρ |
λευκοσίδηρ | ||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λευκοσίδηρος < λευκο- + σίδηρος (μεταφραστικό δάνειο από
τ η γαλλική fer-blanc) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /lef.koˈsi.ði.ɾos/- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐
κ ο ‐σί‐δ η ‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκοσίδηρος αρσενικό
- (μεταλλουργία) λαμαρίνα ή γενικότερα λεπτό φύλλο επικασσιτερωμένου χάλυβα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λευκοσίδηρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λευκοσίδηρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε πρόθημαλ ε υ κ ο - (νέα ελληνικά) - Μεταφραστικά δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταλλουργία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)