λωρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた λωρίδαあるふぁ οおみくろんιいおた λωρίδες
      γενική της λωρίδας τたうωおめがνにゅー λωρίδωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーた λωρίδαあるふぁ τις λωρίδες
     κλητική λωρίδαあるふぁ λωρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λωρίδα < (καθαρεύουσα) λωρίς < (ελληνιστική κοινή) λらむだῶρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λωρίδα θηλυκό

  1. στενόμακρο παραλληλόγραμμο κομμάτι υφάσματος
  2. στενόμακρο παραλληλόγραμμο τμήμα ενός μεγαλύτερου αντικειμένου
    δρόμος μみゅーεいぷしろん τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση
  3. στενόμακρη περιοχή
    Ηいーた Λωρίδα της Γάζας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]