λόγιο διαχρονικό δάνειο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις λόγιος, διαχρονικός
κ α ι δάνειο (γλωσσικό δάνειο). Όρος όπως χρησιμοποιείται απότ ο ν Ευάγγελο Πετρούνιασ τ ο Λεξικό Τριανταφυλλίδη.[1]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]λόγιο διαχρονικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) λόγιο δάνειο, αναβιωμένη λέξη ή όρος από παλιότερη περίοδο της ιστορίας μιας γλώσσας
π ο υ επανενεργοποιήθηκε από λογίους, επιστήμονες, συγγραφείς.- ↪
ο ι λέξεις «δημοκρατία», «εγκέφαλος» είναι λόγια διαχρονικά δάνεια απότ α αρχαία ελληνικά, όπως πολλές νεοελληνικές λέξεις - ↪ Λόγια διαχρονικά δάνεια
γ ι α τ α νέα ελληνικάσ τ ο Βικιλεξικό
- ↪
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Λέξεις
π ο υ δ ε ν σταμάτησαν ποτέν α χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές, αυτούσιες ή μεταπλασμένες, είναι απευθείας κληρονομημένες.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]→