μάστορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん μάστορας οおみくろんιいおた μάστορες
& μαστόροおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん μάστοραあるふぁ τたうωおめがνにゅー μαστόρωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー μάστοραあるふぁ τους μάστορες
& μαστόρους
     κλητική μάστοραあるふぁ μάστορες
& μαστόροおみくろんιいおた
Κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーεいぷしろん δεύτερους, λαϊκούς τύπους σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό.
Επίσης, λαϊκότροπος πληθυντικός, μάστοροι.
Δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろんνにゅー τύπο, οおみくろん μάστορης.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάστορας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάστορας < *μαΐστορας < *μαγίστορας < ελληνιστική κοινή μαγίστωρ < λατινική magister[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάστορας αρσενικό (θηλυκό μαστόρισσα)

  1. ειδικευμένος τεχνίτης μみゅーεいぷしろん μεγάλη πείρα κかっぱαあるふぁιいおた υψηλή τεχνική κατάρτιση
    σαράντα πέντε μάστοροι κかっぱιいおた εξήντα μαθητάδες (Χρειάζεται επεξεργασία)
  2. (επάγγελμα) χτίστης
  3. οおみくろん αρχιτεχνίτης
  4. (μεταφορικά) κάποιος πολύ επιδέξιος σしぐまεいぷしろん έναν τομέα, πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει παρουσιάσει αξιόλογο έργο
    μάστορας τたうοおみくろんυうぷしろん λόγου
  5. (προσφώνηση λαϊκότροπο, οικείο) ως προσφώνηση
    Ρろーεいぷしろん μάστορα, πάρε τたうοおみくろん αυτοκίνητό σしぐまοおみくろんυうぷしろん από κかっぱεいぷしろんιいおた κかっぱαあるふぁιいおた μας έχει κλείσει τたうοおみくろん δρόμο!

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • βρήκε τたうοおみくろん μάστορά τたうοおみくろんυうぷしろん : τたうοおみくろんνにゅー ειδήμονα, τたうοおみくろんνにゅー πぱいιいおたοおみくろん ικανό, ώστε νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー βάλει επιτέλους σしぐまτたうηいーた θέση τたうοおみくろんυうぷしろん

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μάστορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας