νにゅーῆσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νにゅーσしぐまος αあるふぁ νにゅーσしぐまοおみくろんιいおた
      γενική τたうῆς νήσοおみくろんυうぷしろん τたうνにゅー νήσωおめがνにゅー
      δοτική τたう νήσ τたうαあるふぁῖς νήσοις
    αιτιατική τたうνにゅー νにゅーσしぐまοおみくろんνにゅー τたうὰς νήσους
     κλητική ! νにゅーσしぐまεいぷしろん νにゅーσしぐまοおみくろんιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  νήσωおめが
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  νήσοおみくろんιいおたνにゅー
2ηいーた κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νにゅーῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νにゅーῆσος < αβέβαιης ετυμολογίας. Δでるたεいぷしろんνにゅー φαίνεται νにゅーαあるふぁ υπάρχει σύνδεση μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん νήχω (κολυμπάω). Κかっぱαあるふぁτたう' άλλη άποψη σχετίζεται μみゅーεいぷしろん τたうηいーた λατινική nasus (μύτη). Ή πιθανόν, δάνειο μεσογειακής προέλευσης. [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νにゅーῆσος θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.