ορείχαλκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん ορείχαλκος οおみくろんιいおた ορείχαλκοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ορείχαλκοおみくろんυうぷしろん
ορειχάλκοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー ορείχαλκωおめがνにゅー
ορειχάλκωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ορείχαλκοおみくろん τους ορείχαλκους
ορειχάλκους
     κλητική ορείχαλκεいぷしろん ορείχαλκοおみくろんιいおた
Οおみくろんιいおた δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βρύση από ορείχαλκο
αστρολάβος από ορείχαλκο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορείχαλκος < αρχαία ελληνική ὀρείχαλκος < ακκαδική 𒍏 (URUD, χαλκός) + χαλκός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /oˈri.xal.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οおみくろん‐ρεί‐χαλ‐κος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ορείχαλκος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. ή < ὄρος + χαλκός: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.