ορείχαλκος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ορείχαλκος | ορείχαλκ | ||
γενική | ορείχαλκ & ορειχάλκ |
ορείχαλκ & ορειχάλκ | ||
αιτιατική | ορείχαλκ |
τους | ορείχαλκους & ορειχάλκους | |
κλητική | ορείχαλκ |
ορείχαλκ | ||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/8/87/Brass_water_tap.jpg/220px-Brass_water_tap.jpg)
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/11/Astrolabe-CnAM_3882-1-IMG_6817-white.jpg/220px-Astrolabe-CnAM_3882-1-IMG_6817-white.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορείχαλκος < αρχαία ελληνική ὀρείχαλκος < ακκαδική 𒍏 (URUD, χαλκός) + χαλκός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /oˈri.xal.kos/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
ο ‐ρεί‐χαλ‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορείχαλκος αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συχνά συγχέεται
μ ε τ ο ν μπρούντζο,π ο υ είναι κράμα χαλκού - κασσίτερου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ ή < ὄρος + χαλκός: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α ακκαδικά (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)